Γεννήθηκε στη Λακατάμια, προάστιο της Λευκωσίας. Αποφοίτησε από το Παρθεναγωγείο Φανερωμένης και το Διδασκαλικό Κολλέγιο Λευκωσίας. Εργάστηκε ως δασκάλα στη Δημοτική εκπαίδευση από όπου και αφυπηρέτησε ως διευθύντρια.
Από το 1993 ως το 2007 υπήρξε Πρόεδρος του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου.
Έγραψε πολλά βιβλία για παιδιά και Νεους (Μικρές Ιστορίες, διηγήματα μυθιστορήματα, παραμύθια, κουκλοθέατρο και θεατρικά έργα). Έξι βιβλία της βραβεύτηκαν από τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Βραβεύτηκε επίσης από το Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού Νεανικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχική Συντροφιά, Τον Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάδας Κύπρου, από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου ( Θ.Ο.Κ. ) και από άλλους Οργανισμούς στην Κύπρο στην Ελλάδα. (Πανεπιστήμιο Βόλου, Δήμο Λάρισας )
Το 1992 με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Μέρας Παιδικού Βιβλίου το μήνυμά της «Το βιβλίο ήλιος ειρήνης « επιλέγηκε και μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες μέλη της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για Παιδιά και Νέους (Ι.Β.Β.Υ.)
Διηγήματά της έχουν δημοσιευτέι σε περιοδικά και εκδόσεις Ανθολογίας σε χώρες μέλη της Διεθνόύς Οργάνωσης Βιβλίων για παιδιά και Νέους .
Το Βιβλίο της «Τα μεγάλα παπούτσια « μεταφράστηκε και εκδόθηκε στη Βουλγαρία το 2006.
Θεατρικά της έργα ανεβάστηκαν από το Θ.Ο.Κ., το Θέατρο Βλαδίμηρος Καυκαρίδης και άλλες θεατρικές σκηνές στην Κύπρο.
Το 1984 το όνομά της περιλήφθηκε στον Τιμητικό κατάλογο της Ι.Β.Β.Υ.
Το 2003 τιμήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία για τη συνολική προσφορά της στην παιδική λογοτεχνία.
Το 2007 προτάθηκε ως εκπρόσωπος της Κύπρου για το βραβείο « Χανς Κρίστιαν Αντερσεν.
Υπήρξε για πολλά χρόνια μέλος της Κριτικής Επιτροπής των Πολιτιστικών Υπηρεσίων για τα Κρατικά Βραβεία Παιδικών και Εφηβικών Βιβλίων και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου για τα βραβεία των καλύτερων παραστάσεων για Παιδιά και Νεους.
Υπήρξε επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και του Εθνικού Κέντρου Θεάτρου Κύπρου”. Είναι επίσης μέλος της Ιδρυτικής Επιτροπής της Αναγνωστικής Λέσχης του Δήμου Λακατάμιας και δραστήριο μέλος με παρουσιάσεις βιβλίων διαφόρων λογοτεχνών.
Παρακολούθησε πολλά Διεθνή Συνέδρια της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για Παιδιά και Νέους και μέσα από τις πολλές δραστηριότητες και το έργο της συνέβαλε στην παραγωγή και ανάπτυξη της Λογοτεχνίας για Παιδιά στην Κύπρο.
Το 2021 βραβεύτηκε με το βραβείο Συγγραφέα Συνολικής Προσφοράς από τον σύνδεσμο ΣΠΕΚ (Σύνδεσμος Πολιτισμού Ελλάδας-Κύπρου).
Έργα της:
1. Σπιτοκαλυβάκι μου- Διηγήματα. Λευκωσία 1976
Βραβείο Μορφωτικής Υπηρεσίας Υπουργείου Παιδείας.
2. Δυο σειρές στρατιωτάκια - Μυθιστόρημα Λευκωσία 1978
Βραβείο Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου
3. Όμορφή μου Καρδερίνα – Θεατρικό Λευκωσία 1983
Διεθνής τιμητικός κατάλογος ( Ι.Β.Β.Υ.)
4. Ο Λιόντας - Θεατρικό, Λευκωσία 1986
Βραβείο Συνδέσμου Φιλίας Ελλάς - Κύπρος
5. Ανέβα μήλο κατέβα ρόδι - Μικρές Ιστορίες Εκδόσεις Χαρταετός
Θεσσαλονίκη 1991. Επανέκδοση «Πάργα» Λευκωσία 2001
6. Μαριγούλα Μαριγώ - Μυθιστόρημα Λευκωσία 1980. Β΄ έκδοση
«Πατάκης» Αθήνα 1995.
Βραβείο Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου.
7. Πόσο κοντά είναι το φεγγάρι - Μυθιστόρημα Λευκωσία 1988.
Β΄ έκδοση ‘Πατάκης» Αθήνα 1997.
Βραβείο Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού 1990
8. Ο Ονειρούλης – Θεατρικό.(Συνεργασία με την Ιωάννα Αργυρού.0
Λευκωσία 1989
9. Τα μεγάλα παπούτσια – Μυθιστόρημα . Εκδόσεις «Πατάκη» Αθήνα
1998- Κρατικό Βραβείο 2001
10. Δώδεκα ιστορίες με καλικαντζαράκια- Εκδόσεις «Πάργα» Λευκωσία
2000
11. Ο χαρταετός του Κομπολίνο - Μυθιστόρημα. ΄Εκδόσεις «Πάργα» Λευκωσία 2002
12. Το σπίτι με τα κίτρινα κουμπιά- Μυθιστόρημα. Λευκωσία 2003
13. Επιχείρηση «Αστραπή» - Μυθιστόρημα . Εκδόσεις «Πατάκης» Αθήνα
2006
14. Τα μαγικά σκουφιά - Θεατρικό (Συνεργασία με την Ιωάννα Αργυρού ) Εκδόσεις « Πάργα» Λευκωσία 2007
15. Η Ρυπώ -Θεατρικό. (Συνεργασία με την Ιωάννα Αργυρού)
Εκδόσεις «Πάργα» 2007
16. Το αληθινό τιγράκι - Μικρή ιστορία Εκδόσεις «Πάργα»» Αθήνα 2008 Κρατικό βραβείο κειμένου και εικονογράφησης 2008
17. Η Βασιλοπούλα με τη μεγάλη μύτη. Παραμύθι Εκδόσεις «Πάργα Αθήνα 2009
18. Δίχως καλοκαίρια – διηγήματα για ενήλικες. Εκδόσεις «Πάργα» Αθήνα 2010
19. Ξέδετα κορδόνια – μυθιστόρημα για παιδιά . Εκδόσεις «Πατάκης» Αθήνα 2009. Κρατικό βραβείο 2010
20. Ο ήλιος του μεσημεριού – μυθιστόρημα για ενήλικες. Εκδόσεις «Πάργα» Αθήνα 2013
21. Βότσαλα στη Λίμνη - εφηβικό μυθιστόρημα. Εκδόσεις «Τελεία» Αθήνα 2018
Ταξίδι στα περασμένα
Εκείνη τη μέρα η Κύνθια ξύπνησε πολύ νωρίς. Κι όμως ήταν μια μέρα που θα μπορούσε άνετα να κοιμηθεί μέχρι τις δέκα, όπως έκανε συνήθως όλες τις Κυριακές και τις αργίες. Ήταν η πρώτη μέρα του Οκτώβρη, η επέτειος της ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας και η πόλη σημαιοστολισμένη περίμενε να αρχίσουν οι γιορτασμοί και οι παρελάσεις. Η Κύνθια όμως άλλα είχε στη σκέψη της. Είχε αποφασίσει εκείνη τη μέρα να κάνει ένα ταξίδι στη Λακατάμια, προάστειο της Λευκωσίας, για να μάθει επιτέλους για τον πατέρα της που έζησε και πέθανε εκεί πριν πολλά χρόνια. Την έτρωγε η αγωνία γι’ αυτό το ταξίδι, χρόνια και χρόνια το λογάριαζε και δεν μπορούσε να ησυχάσει. Σηκώθηκε. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό της ντύθηκε βιαστικά κι έτρεξε στην κουζίνα να συναντήσει τη μητέρα της, τη Βιβή. Ήξερε πως πάντα τέτοια ώρα θα την εύρισκε εκεί να πίνει τον καφέ της και να διαβάζει την εφημερίδα της.
“ Καλημέρα,” της είπε και τραβώντας μια καρέκλα κάθισε ακριβώς απέναντι της. Ήθελε να την βλέπει κατάματα. Η μητέρα της ξαφνιάστηκε που την είδε.
-Γιατί τόσο πρωί; τη ρώτησε. Για πού με το καλό;
-Θα πάω στη Λακατάμια“ απάντησε η Κύνθια και
-Στη Λακατάμια! επανάλαβε η μητέρα της κι έμεινε με την προσπάθησε να κάνει τη φωνή της όσο γινότανε πιο ήπια. εφημερίδα μετέωρη στο χέρι. Πόσες φορές σου έχω πει μέχρι τώρα, Κύνθια, πως άδικα επιμένεις να κάνεις αυτό το ταξίδι; Κανένας δε ζει πια εκεί που να θυμάται τον πατέρα σου και την ιστορία του. Άκουσέ με επιτέλους και σταμάτα να επιμένεις. Έχεις καταντήσει ανυπόφορη με αυτή την εμμονή σου “
Τα λόγια της δεν επηρέασαν καθόλου την Κύνθια.. Τόσες φορές τα είχε ακούσει μέχρι τώρα. Ούτε ήταν η πρώτη φορά που η μητέρα τής έκρυβε την αλήθεια. Πάντα σαν τη ρωτούσε γι’ αυτό το θέμα κρατούσε μια στάση όλο μυστήριο σα να’θελε να κρύψει κάποια μυστικά που και η θύμισή τους απλά και μόνο την αναστάτωνε. Μια σκιά απλωνόταν πάντα πάνω από τα λόγια της που ενοχλούσε την Κύνθια και ταυτόχρονα την προκαλούσε να θέλει ολοένα και πιο πολύ να μάθει όλα όσα της έκρυβε για τον πατέρα της. Τώρα πια ήταν απόλυτα σίγουρη πως όσο και να επέμενε τίποτα περισσότερο δε θ’ άκουε από την ίδια. Συνειδητοποιούσε πως όσο περνούσε ο καιρός η απροθυμία της μητέρας της να μιλήσει γινότανε ακόμα πιο μεγάλη κι έφτανε στα όρια μιας ανεξήγητης και επίμονης άρνησης.
Ο Περίπατος
Καιρό τώρα τον λογάριαζε τούτο τον περίπατο στη πόλη ,μα όλο το ανάβαλλε. Ήθελε τόσο πολύ να περπατήσει στα στενά δρομάκια της, όπως έκανε παλιά, να χαζέψει στις βιτρίνες, να πιει ένα καφέ στο “Σιρόκκο” και να ανάψει ένα κερί στη χάρη της Παναγίας της Φανερωμένης.
Μ’ολο που τα χρόνια είχαν αρχίσει να την βαραίνουν και να διαφοροποιούν το χαρακτήρα της βαθειά μέσα της κρατούσε ζωντανό ακόμα ότι της έδινε κάποτε χαρά και ευχαρίστηση.
Εκείνο το πρωινό ξύπνησε με μια πολύ όμορφη διάθεση. ¨Η τώρα ή ποτέ, είπε και ξεκίνησε.. ‘Εφυγε από το σπίτι γύρω στις οκτώ και τέταρτο και στις εννιά βρισκόταν στον προορισμό της
Η πόλη μόλις ξυπνούσε από το νυχτερινό της λήθαργο και η κίνηση στο δρόμους ήταν ακόμα λιγοστή και μουδιασμένη. Τόσο το καλύτερο για εκείνη. Έτσι θα μπορούσε να απολαύσει ανενόχλητη το μοναδικό περίπατό της. Περπάτησε για λίγο στην Ευαγόρου και κάνοντας στροφή αριστερά μπήκε στη Στασικράτους. Δεν είχε περπατήσει ούτε δέκα βήματα όταν άκουσε κάποιον πολύ κοντά της να την καλημερίζει. Ήταν μια ζεστή, εγκάρδια φωνή που την έκανε να γυρίσει με αγωνία για να δει ποιος ήταν. Ένας άνδρας γύρω στα τριάντα, με σακάκι και μωβ λουλουδιαστή γραβάτα είχε μισοκατέβει από το ποδήλατό του και την κοίταζε μ’ενα πλατύ χαμόγελο παλιού και αγαπημένου φίλου. Τον κοίταξε προσεχτικά, μα δεν μπόρεσε να θυμηθεί ποιος ήταν. Το πρόσωπό του τη ήτανε ολότελα άγνωστο.
Aυτό δεν ήταν κάτι νέο για κείνη. Τώρα τελευταία όλο ξεχνούσε πρόσωπα, ονόματα και φυσιογνωμίες.
Στενοχωρέθηκε . Ο άγνωστος την καλημέρισε ξανά. Αυτό την έκανε να νιώσει πιο μεγάλη αμηχανία
“Δεν ξέρεις ποιος είμαι: “ τη ρώτησε .
Εκείνη έγνεψε ναι με το κεφάλι και συνέχισε να τον κοιτάει.
“ Είμαι ο Θόδωρος, εγώ που μίλησα στην τηλεόραση. Δεν μ’
αναγνωρίζεις; “
Ο Θόδωρος, αυτός που μίλησε στην τηλεόραση. Πότε, και για ποιο θέμα; Και γιατί είχε την εντύπωση πως έπρεπε να τον γνωρίζει; Τόσοι και τόσοι μιλούν καθημερινά στη τηλεόραση. Κι ύστερα αυτή δεν ήταν ο άνθρωπος της τηλεόρασης. Σπάνια παρακολουθούσε και πάντα κυνηγούσε τα πολιτιστικά προγράμματα.
Ο άγνωστος επέμενε.
“ ‘Εγώ είμαι, ο Θόδωρος” και κάνοντας μια ξαφνική κίνηση κατέβηκε από το ποδήλατό του και αγκαλιάζοντάς την τήν φίλησε και στα δυο μάγουλα.
Τώρα και αν τα είχε ολότελα χαμένα. Δοκίμασε κάτι να πει, μα δεν πρόλαβε. Ο άγνωστος την έβγαλε από το αδιέξοδο.
“ Όλοι με ξέρουν” , πρόσθεσε και όλοι μου δίνουνε λεφτά και τους ανάβω κερί στην εκκλησία “
Τώρα καταλαβαινε… Ο άνθρωπος που στεκότανε πλάι της ήτανε ένας από τους πολλούς με θολωμένο το μυαλό που συναντούμε καθημερινά στη ζωή μας. Μην ήτανε επικίνδυνος; Φοβήθηκε. Την έπιασε κτυποκάρδι. Δίχως δεύτερη σκέψη τον παράτησε στη μέση του δρόμου και άρχισε να τρέχει. Μπήκε στο πρώτο κατάστημα που συνάντησε και χώθηκε πίσω από το σωρό με τα υφάσματα. Ο νους της ξαναγύρισε στην ίδια πάλι σκηνή. Αληθινά τι ξάφνιασμα κι αν ήταν εκείνο! Δεν πρόλαβε να πατήσει το πόδι της και της ήρθε η πρώτη αναποδιά. Μήπως ήταν καλύτερα να γυρίσει στο σπίτι της και στη γωνίτσα της; Βγηκε από τον κρυψώνα της και αμφιταλαντεύτηκε για λίγο. Να μείνει ή να γυρίσει πίσω;
“ Μπορώ να σας εξυπηρετήσω;” τη ρώτησε μια κοντόχοντρη κυρία με πλούσια στήθεια που ξεχείλιζαν μέσα από τη ροζ μπλούζα της.
Συνήλθε ξαφνικά. Κατάλαβε τι είχε κάνει.
“ Όχι ευχαριστώ, τραύλισε. Απλώς ήθελα να αποφύγω κάποιον . Με συγχωρείτε αν σας ενόχλησα. “
Η κοντόχοντρη κυρία της έριξε ένα βλέμμα γεμάτο απαξίωση και ξανάσκυψε στα χαρτιά της.
Σαν βγήκε πάλι στο δρόμο και το δροσερό αεράκι της φύσηξε στο πρόσωπο άρχισε να ξαναβρίσκει κάτι απ΄τον χαμένο εαυτό της. Απόρησε γιατί τρόμαξε έτσι. Ένας ταλαίπωρος άνθρωπος ήτανε που ήθελε προσοχή και αγάπη και μερικά χρήματα που βρήκε ένα δικό του τρόπο για να τα ζητήσει.
Κι αυτή πώς έκανε έτσι;. Αντί να τρέξει να κρυφτεί θα μπορούσε να του δώσει κάτι. Μια μικρή βοήθεια για το πρόσχημα, το κερί που της πρότεινε να της ανάψει στην εκκλησία. Τώρα πρέπει να ψάξει να τον βρει για να επανορθώσει..
Περπάτησε αρκετά στους δρόμους, έψαξε, κουράστηκε, μα δεν τον αντάμωσε πουθενά. Την πήρε η απογοήτευση. Τελικά ο Θόδωρος της χάλασε τη διάθεση. Κάθησε σ’ένα παγκάκι στην πλατεία και κοιτούσε τους περαστικούς. Της άρεσε πάντα να περιεργάζεται τους ανθρώπους. Σκεφτόταν πως ο καθένας απο αυτούς κουβαλούσε μέσα του μια ιστορία. Άλλοι μια θλιβερή και και άλλοι μια χαρούμενη ιστορία , που τους μοίρασε η ζωή χωρίς μέτρο και χωρίς επιλογή. Η ζωή γυρίζει και παρασύρει τον καθένα όπως η ίδια θελήσει. Τώρα σειρά μου, αύριο σειρά σου. Αλλιώτικα δεν γίνεται.
Για μια στιγμή της φάνηκε πως τον είδε να περνά από τον απέναντι δρόμο. Σηκώθηκε και άρχισε πάλι να τρέχει. Μα τα πόδια της την βάραιναν. Γρήγορα κατάλαβε πως ήτανε μάταιο να τον κυνηγά και σταμάτησε την τρεχάλα. Μπήκε στη Μακαρίου και αποφάσισε πως εκείνο που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή ήταν ένας καλός καφές που θα τη βοηθούσει να συνέλθει. Κάθισε στο πρώτο καφέ που συνάντησε και παράγγειλε ένα εσπρέσσο. Δεν πρόλαβε να τον πιει. Πολλοί άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν προς μια συγκεκριμμένη κατεύθυνση. Ήταν όλοι τους ανήσυχοι και οι κουβέντες τους λιγοστές, κομμένες. Σε δευτερόλεπτα μέσα το καφέ είχε ολότελα σχεδόν αδειάσει. Ασυναίσθητα σαν κάποιος να την έσπρωχνε σηκώθηκε κι εκείνη. Ακολούθησε μηχανικά τον κόσμο ως πέρα στη διασταύρωση του δρόμου. Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν ένα στραπατσαρισμένο ποδήλατο κι ένα παπούτσι στη μέση του δρόμου.
Και τότε τον είδε. Ξαπλωμένο, αναίσθητο με ένα παγωμένο χαμόγελο στα χείλη. Δυο άνθρωποι τον σήκωσαν στα χέρια και τον έβαλαν στο ασθενοφόρο. Ύστερα το ασθενοφόρο χάθηκε βαρώντας ασταμάτητα τη σειρήνα του στους δρόμους.
Γύρισε στο σπίτι της με βαρειά καρδιά. Τι τον ήθελε τούτο τον περίπατο;
Το βράδυ στις ειδήσεις άκουσε την αγγελία του θανάτου του. Μα όσο και αν τον έκλαψε ήταν πια αργά. Ο Θόδωρος είχε φύγει…
«Το σπίτι με τα κίτρινα κουμπιά»
Δώρος Θεοδούλου
Μεγάλο ενδιαφέρον μας προκάλεσε και το τελευταίο παιδικό μυθιστόρημα της Κίκας Πουλχερίου» «Το σπίτι με τα κίτρινα κουμπιά» (Εκδόσεις Πάργα.) Σ’αυτό η καθιερωμένη συγγραφέας αγγίζει μια άλλη περίοδο της ζωής και πορείας της Κύπρου γύρω στο 1930, όπως έκανε με πολύ ωραίο τρόπο και στο άλλο παιδικό μυθιστόρημά της «Μαριγούλα Μαριγώ» (1980) για την περίοδο γύρω στο 1955. Και στα δυο αυτά μυθιστορήματά της με μεγάλη ευαισθησία απέναντι στα πράγματα, σεβασμό στην ψυχοσύνθεση του παιδιού και απαιτητική λογοτεχνική γραφή μίλησε για δυο δύσκολες εποχές του τόπου μας, και τα πράγματα που τη συγκινούν με ειλικρίνεια και πειστικότητα.
Πέρα απ’αυτά, πιστεύω ότι μέχρι «Το σπίτι με τα κίτρινα κουμπιά» η συγγραφέας διάνυσε σημαντικό δρόμο στην αποκρυστάλωση της λογοτεχνικής της αφήγησης. Όλα έχουν λαμπικαριστεί, με αποτέλεσμα ένα ώριμο, μεστωμένο γράψιμο, όπου η μυθοπλασία μετουσιώνει τη ζωή , την καθημερινότητα σε τέχνη αφηγηματική. Σ’αυτό σημαντική είναι και η συμβολή αφομοιωμένων επινοήσεων και τεχνικών δομής που δίνουν στο έργο την αίσθηση σύγχρονης γραφής.
Στον αποκαλυπτικό για την ουσία του έργου πρόλογο της διαβάζουμε ότι μοιάζει με τη μητέρα της «που δεν ήξερε να λέει παραμύθια. Ήξερε να λέει μονάχα αληθινές ιστορίες που τις έκανε να μοιάζουνε με παραμύθια»
Η εμφάνιση επίσης του βιβλίου, με το μικρό σχήμα, την καθαρή και επιμελημένη σελίδωση και εκτύπωση και γλωσσική επιμέλεια από τις Εκδόσεις «Πάργα» προδιαθέτουν θετικά τον αναγνώστη. Όπως και η εικονογράφηση του εξωφύλλου από την Έλενα Πουλχερίου. Με την τεχνική του κολάζ έκανε μια σύνθεση όπου κάποιος μπορεί να διακρίνει πολλά από τα συστατικά στοιχεία του έργου: η μικρή αφηγήρια με έγνοιες στην έκφραση και ριγμένο χάμω το παιγνίδι της, το γαλάζιο του τόπου μας σε αποχρώσεις ανοικτές και σκούρες, αρχιτεκτονικά στοιχεία–δείγματα της πολιτιστικής ταυτότητας του τόπου- το κόκκινο της φωτιάς στον ορίζοντα και τα κίτρινα λουλουδάκια- κουμπιά.
« Το σπίτι με τα κίτρινα κουμπιά» είναι ένα μυθιστόρημα που μπορούν να το διαβάσουν παιδιά μεσαίας ηλικίας (10- 11 χρόνων) και άνω αλλά και μεγάλοι. Θέμα του είναι η ζωή στην Κύπρο, ιδιωτική και δημόσια, στις αρχές του εικοστού αιώνα, με αποκορύφωμα το ξέσπασμα του λαού ενάντια στην Αγγλοκρατία τον Οκτώβρη του 1931, τα γνωστά «Οκτωβριανά». Το πλαίσιο αυτό, τη ζωή μέσα στην οικογένεια και στον περίγυρο της, το χώρο, τον απόηχο και τα έντονα γεγονότα που επηρέασαν τη ζωή των ανθρώπων, η συγγραφέας τα δίνει με γνώση και πειστικότητα. Δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά για ρεαλιστικό μυθιστόρημα τοποθετημένο σε παλαιότερες δεκαετίες όπου σημαντικά γεγονότα του εθνικού βίου μπαίνουν και επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων και λειτουργούν ως καμίνι δοκιμασίας για τους χαρακτήρες των μεγάλων και μονοπάτια με βαθιά βιώματα που οδηγούν στην ωρίμανση για τα παιδιά. Στον πρόλογό της η συγγραφέας γράφει για τους χαρακτήρες της: « Σημασία έχει πως ήταν άνθρωποι που τους συναντάς σε κάθε εποχή, σε κάθε τόπο όταν οι άνθρωποι αγωνίζονται για τα δίκαια και για την λευτεριά τους.»
΄Οπως κάθε έργο καλής λογοτεχνίας «Το σπίτι με τα κίτρινα κουμπιά» δεν είναι μοναδιάστατο, μονόχνωτο, αλλά πολυεδρικό και πλούσιο σε βασικές και επι μέρους ιδέες, στάσεις, περιστατικά και χαρακτήρες. Αβίαστα και ο μικρός και ο μεγάλος αναγνώστης του βιβλίου βιώνει τις ιδέες και τη σημασία της πολιτιστικής ταυτότητας στη ζωή μας ( μέσα από τη γνώση της ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας, τη γνωριμία των αρχαιλογικών μας θησαυρών ,τις παραστασεις του αρχαίου δράματος). Συνειδητοποιεί ότι η ελευθερία της πατρίδας,σε καιρούς ξένης κυριαρχίας περνά κάποτε από πράξεις αντίστασης και εξέγερσης που ανατρέπουν την καθημερινότητα και κάποτε οδηγούν σε συμπεριφορές που άλλοτε θα αποδοκιμάζαμε: ( συνθήματα κατά των Άγγλων και υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα, απεργίες, κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις εναντίων των Άγγλων και καταστροφή περιουσιών, τιμωρία του «απεργοσπάστη» αγαθού γέρου κυρίου Παράσχου). Ευαισθητοποιείται στις κοινωνικές ανισότητες και αντιθέσεις ( περιστατικά τοκογλυφίας, άνιση και άδικη μεταχείριση παιδιών χαμηλής κοινωνικής τάξης (όπως του Παναγιώτη στο σχολείο), ο θάνατος αγαπημένου προσώπου (του παππού) και το αναπάντητο ερώτημα για την τύχη της ψυχής, βαθαίνουν τις αντιλήψεις των παιδιών και των μεγάλων για τη ζωή. Η ζωή κοντά στη φύση, η αγάπη για τα λουλούδια, την κηποκαλλιέργεια, τα δάση και τη θάλασσα, που ήταν δοσμένα τα χρόνια εκείνα, γίνονται επιθυμητός τρόπος ζωής για μας σήμερα που απομακρυνθήκαμε απ’αυτά. Και τα διλήμματα, τα μεγάλα διλήμματα που μας έρχονται κάποτε στην ατομική και στη συλλογικη μας ζωή. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου έχει τίτλο « Ποιο δρόμο να πάρουμε;»Το συγκεκριμένο αυτό ερώτημα της μητέρας, στο μυαλό του μυημένου στην αντιαποικιακή «ενωτική» δράση του πατέρα έβαλε το κύριο δίλημμα που είναι δραματικά επίκαιρο κι αυτές της μέρες στους Ελληνοκύπριους; «Ποιο δρόμο να πάρουμε;» «Το δρόμο της καρδιάς και του χρέους», «Για τη λευτεριά και τ’όνειρο» είπε στις κορούλες του ο πατέρας. Όμως η μικρή Ισμήνη δεν μπορούσε να καταλάβει και ξυπνούσε με το ίδιο πάντα παράπονο γιατί έπρεπε να κάψουνε το σπίτι με τα κίτρινα κουμπιά για να ΄ρθεί η λευτεριά και τ’ όνειρο.
Στην υπόθεση του έργου, όπως συνοψίζει σε γενικότατες γραμμές η Μαρία Μιχαηλίδου (ο Φιλελεύθερος, 21 Μαρτίου 2004) η οικογένεια ενός δασικού υπαλλήλου αλλάζει και πάλι τόπο διαμονής, λόγω μετάθεσής του-από Σολέα στη Σαλαμίνα, έξω από τον αρχαιολογικό χώρο και δίπλα στο κρατικό δάσος, στο δασικό σταθμό και στο κρατικό φυτώριο. Το νέο τους σπίτι η μικρή αφηγήτρια το έβγαλε «Το σπίτι με τα κίτρινα κουμπιιά» από τις πολλές ακακίες με τα μικρά κίτρινα ανθάκια που το αγκάλιαζαν. Στο σπίτι αυτό η οικογένεια προσαρμόζεται σιγά - σιγά, περνά στιγμές χαρούμενες και στιγμές ανίας, κάνουν νέες γνωριμίες, έρχεται ο παππούς και μένει για κάποιο διάστημα μαζί τους, γνωρίζουν τη γύρω περιοχή και την Αμμόχωστο αποκτούν νέες εμπειρίες από τη ζωή της γύρω περιοχής ,τα παιδιά πάνε στα νέα τους σχολεία, όσπου αρχίζουν να συμβαίνουν ασυνήθιστα γεγονότα, απεργίες στο φυτώριο, καταστροφή κυβερνητικής περιουσίας, παράξενες συναντήσεις, επισκέψεις και εξαφανίσεις γνωστών και αγνώστων και τέλος οδηγία από τους επαναστάτες να φύγουν από το σπίτι γιατί θα το ανατινάξουν ως βρετανική κυβερνητική περιουσία .Η οικογένεια πάλι μετακομίζει μ’ένα καμιόνι όπως και στην αρχή όταν πρωτοήλθαν.
Eίναι φανερό από την υπόθεση ότι ο τόπος στον οποίο τοποθέτησε το νέο της έργο η Κίκα Πουλχερίου είναι η περιοχή της Αμμοχώστου και ειδικότερα το τρίγωνο Σαλαμίνα, Αμμόχωστος, Έγκωμη, όπου το σπίτι, τα σχολεία των παιδιών οι λιγοστοί περίπατοί τους. Τους ανθρώπους και τη ζωή τους περιγράφει με γνώση η συγγραφέας, διασώζοντας για μας μορφές ζωής αισθήματα και ιδέες που μας συγκινούν. Την αρετή αυτή του έργου ενισχύει και η οργανική αξιοποίηση αποσπασμάτων από δύο συγγραφείς της εποχής αυτής. Του Ιωάννη Περδίου και του Τεύκρου Ανθία.
Χρονικά απλώνει την υπόθεση σε δεκατέσσερις μήνες, από Αύγουστο του προηγούμενου χρόνου ως τον Οκτώβρη του επόμενου χρόνου, όπως τα βγάζουμε από έμμεσες αναφορές σε διακοπές, άνοιγμα και κλείσιμο του σχολείου, στον καιρό, στο γάμο της Ελένης και του Μενέλαου που θα γινόταν στις 18 του Οκτώβρη και σε λίγο ξεσπούν τα σοβαρά γεγονότα, που όπως γράφει στον Πρόλογό της «εξελίχτηκαν τον Οκτώρη του 1931»με τα οποία και κλείνει η υπόθεση. Αυτή η σχετικά σύντομη διάρκεια των πολλών περιστατικών δίνει μια εσωτερική ένταση στην υπόθεση, παρά την εξωτερικά χαλαρή ροή των πραγμάτων.
Το σημαντικό αυτό περιεχόμενο η έμπειρη συγγραφέας το παρουσιάζει και πάλι μέσα από την άποψη και την αισθαντικότητα ενός παιδιού, της μικρότερης κορούλας της οικογένειας, της Ισμήνης, μαθήτριας του Δημοτικού σχολείου. Η Ισμήνη αφηγείται τα γεγονότα σε πρώτο πρόσωπο, εγχείρημα αρκετά δύσκολο που η συγγραφέας το δούλεψε και σε άλλα έργα της, ιδιαίτερα στο εξαίρετο απ’αυτή την άποψη προηγούμενο μυθιστόρημά της «Τα μεγάλα παπούτσια». Τα προβλήματα των μεγάλων και του τόπου διαγράφονται αμυδρά, παράξενα μέσα από την αισθαντικότητα των παιδιών. Φράσεις καθημερινές για τους μεγάλους φαίνοται γρίφοι στα παιδιά. Έτσι λειτουργεί ένα είδος μυθιστορηματικής ειρωνείας όπου οι πρωταγωνιστές- παιδιά της υπόθεσης- δεν καταλαβαίνουν τι γίνεται, ενώ ο αναγνώστης καταλαβαίνει, με αποτέλεσμα να λειτουργεί ο έλεος και ο φόβος στην ψυχή του για τους ήρωες του έργου.
Αυτή η κατά πλάτος περιορισμένη αισθαντικότητα της μικρής αφηγήτριας, που καθιστά το έργο πιο ειλικρινές και πιο παιδικό, ενισχύεται από μια άλλη αφηγηματική τεχνική της Κίκας Πουλχερίου που στο «Σπίτι με τα κίτρινα κουμπιά» προωθεί σε άγνωστα για τα δεδομένα μας επίπεδα. Πρόκειται για την τεχνική της απόκρυψης ή της υποδήλωσης ή του υπαινιγμού. Είμαστε εδώ μακριά από την κλασική αφηγηματογραφία . όπου δίνονται εξ’αρχής όλα με κάθε σαφήνεια. Στο σύγχρονο γράψιμο με την τεχνική οργανωτική υπαινικτική γραφή της απόκρυψης ή υποδήλωσης οι αιτίες και οι λεπτομέρειες των γεγονότων, ο χρόνος και τόπος όπου συνέβησαν σημαντικές πλευρές του χαρακτήρα, των συναισθημάτων και στάσεων των ηρώων, ακόμα και τα ονόματά τους και οι τίτλοι των κεφαλαίων και του βιβλίου ολοκληρώνονται σε κατοπινά στάδια της αφήγησης. Έχεις την αίσθηση ότι η ροή των πραγμάτων είναι ένα παιγνίδι συμπληρώσεων, ένα puzzle που και το ενδιαφέρον διεγείρει και την αίσθηση των επί μέρους συνεχών εκπλήξεων τροφοδοτεί. Για παράδειγμα στις δυο τελευταίες γραμμές μαθαίνουμε ότι ο Μενέλαος δεν είχε παρουσιαστεί στο μυστήριο του γάμου του με την Ελένη, ένα κεντρικό περιστατικό της υπόθεσης, επειδή του ανέθεσαν αντιστασιακά καθήκοντα στα Οκτωβριανά και όχι γιατί εγκατέλειψε την Ελένη και μπάρκαρε για το εξωτερικό. Ακόμα μετά το θάνατο του παππού μαθαίνουμε ότι λεγόταν Χριστόδουλος, μόλις στο 15 κεφάλαιο ότι ο πατέρας λεγόταν Πολύκαρπος και στο τέλους του βιβλίου ότι ο οδηγός ΚαντεΪφας ονομαζόταν Ευαγόρας. Τέλος πουθενά δεν αναφέρεται άμεσα κάτι για τη θέση του πατέρα στον αντιαποικιακό αγώνα. Ο αναγνώστης όμως από πολλούς υπαινιγμούς και υποδηλώσεις αντιλαμβάνεται ότι ο πατέρας έξω από τη δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα, είναι μυημένος και συμμετέχει ενεργά στον αγώνα, κάτι που η μικρή αφηγήτρια, κόρη του, δεν υποψιάζεται μέχρι το τέλος.
Μέσα στην ίδια τεχνική θα ενέτασσα και τον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας επιλέγει τους τίτλους της,τόσο του βιβλίου όσο και των επιμέρους κεφαλαίων. Οι τίτλοι, «Το σπίτι με τα κίτρινα κουμπιά» «τουτούκι στο χωριό», « Τα βατόμουρα, τα κούμαρα,τ’αγριοκάστανα», «Πού πήγαν οι γοργόνες;», «Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες» «Αγαπητέ κύριε Πρίγκηπα» φαίνονται παράξενοι. Οπωσδήποτε ο κάθε τίτλος δεν είναι η θεματική πρόταση του κεφαλαίου του, όπως στην κλασσική προσέγγιση, όπου όλοι μαζί οι τίτλοι των κεφαλαίων, όπου υπάρχουν, αποτελούν την περίληψη - υπόθεση του έργου. Εδώ οι παράξενοι τίτλοι λειτουργούν συνθηματικά σαν μικρά μυστικά που μεταδίδουν νόημα μόνο μεταξύ των μυημένων, δηλαδή όσων διάβασαν το κεφάλαιο.Τότε αποκτά σημασία ο τίτλος, που σε κάθε περίπτωση υπάρχει κάπου στο κεφάλαιο ως λειτουργική φράση του κειμένου, γύρω από την οποία ύστερα στη μνήμη του αναγνώστη προσδένεται η ουσία του κεφαλαίου. Την τεχνικήν αυτήν, που πρωτοδίδαξε στην ελληνόφωνη παιδική λογοτεχνία η Άλκη Ζέη και αξιοποιούν και άλλες λογοτέχνιδες μας, η Κίκα Πουλχερίου εφαρμόζει με μεγάλη επιτυχία.
Η υποδηλωτική λειτουργία είναι η ειδοποιός διαφορά της γλώσσας της λογοτεχνίας, που την διακρίνει από τα άλλα είδη κειμένων, τα πληροφοριακά -επιστημονικά, τα επιχειρηματολογικά κ.α. Στο «Σπίτι με τα κίτρινα κουμπιά» όλα, οι πληροφορίες οι ιδέες και οι στάσεις, τα συναισθήματα και οι χαρακτήρες, δηλώνονται έμμεσα, μέσα από φυσικές και πειστικές περιστάσεις ζωής και όχι μέσα από αμετουσίωτες δηλώσεις, του αφηγητή ή των ηρώων του έργου. Όπως με άκρες-μέσες εντυπώνονται στη συνείδηση του παιδιού όσα συμβαίνουν γύρω του έμμεσα ο αναγνώστης, σαν τον απόηχο των πραγμάτων μαθαίνει για την αγγλική κυριαρχία στον τόπο, για τους τοκογλύφους της εποχής, για τον πόθο των κατοίκων της Κύπρου για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, για τις κοινωνικές αντιθέσεις και ανισότητες, για τις απεργίες και άλλα. Λίγες φορές είναι στο προσκήνιο τα σκληρά γεγονότα και τότε ακόμα σε ήπιους τόνους και με ευαισθησία περισσή. Αυτή η προσέγγιση αφήνει όλο τον υπόλοιπο μυθιστορηματικό χώρο στις καθημερινές ασχολίες κι εμπειρίες της οικογένειας και κυρίως των παιδιών. Αυτή τη ζωή της δεκαετίας του ’30 στην περιοχή της Αμμοχώστου την παριστάνει η συγγραφέας με ασυνήθιστη υποβλητικότητα και πολλές χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, ώστε η καθημερινότητα μαζί με τα γεγονότα του Οκτώβρη ν’αποτελούν τους κύριους άξονες του μύθου του μυθιστορήματος. Με την αφηγηματική της ικανότητα η Κίκα Πουλχερίου μετουσιώνει τη ζωή σε τέχνη ή κάνει τέχνη την καθημερινοτητα. Σε μια μαγευτική πορεία σε παίρνει στο κόσμο της ιστορίας της, όπως από το ξύπνιο μπαίνεις στον κόσμο του ύπνου και ζεις τη νέα πραγματικότητα της μυθοπλασίας.
Απ’αυτή την άποψη «Το σπίτι με τα κίτρινα κουμπιά» είναι πεζογραφία ατμόσφαιρας, πεζογραφία εποχής, όπως λέμε, όπου κτίζεται σιγά-σιγά το έργο, όπως γίνεται «σιγά-σιγά η αγουρίδα μέλι». Τέτοιοι είναι οι λόγοι ,νομίζω, για τους οποίους μας λέει στον πρόλογό της ότι προτίμησε άλλο τίτλο από τα «Οκτωβριανά»
Εκτός από την αξιοποίηση λιγοστών χορίων από αρχαίους ή από άγνωστους λογοτέχνες και τραγούδια σχολικά της εποχής αξιοποιεί και την τεχνική του εγκιβωτισμού, βάζοντας με τρόπο λειτουργικό ένα σύντομο παραμύθι στο πέμπτο κεφάλαιο. Το παραμύθι υποβάλλει ένα όραμα αλλαγής του κακού στο κόσμο, αντιστρέφοντας τη φύση του κακού που υπάρχει .
Θα τελειώσω με σύντομες παρατηρήσεις για τη μακροδομή του μυθιστορήματος που αποτελείται από 140 σελίδες χωρισμένες σε 22 κεφάλαια από 3-9 σελίδες το καθένα. Τόσο το κάθε κεφάλαιο ξεχωριστά όσο και το έργο στο σύνολό του έχουν μια ισορροπημένη δόμηση. Ποτέ δεν έχεις την αίσθηση ούτε έλλειψης ούτε πλεονασμου. Αντίθετα νιώθεις τη λειτουργικότητα και την ολοκλήρωση του κάθε δομικού στοιχείου, όπως και του έργου στο σύνολό του. Ειδικότερα για τη δομή του κάθε κεφαλαίου αυτό αποτελείται από 1-2 κεντρικά περιστατικά, γύρω από τα οποία πλέκεται με άνεση ο μύθος με καθημερινές εμπειρίες και πολύ πλούσιο διάλογο. Αυτό δίνει λιτότητα και διαύγεια στο περιεχόμενο του κεφαλαίου. Οι ρυθμοί, οι τόνοι και η κίνηση της αφήγησης είναι ήπιοι, σε largo στα πρώτα 10 κεφάλαια, πιο ζωηροί σε vivache στα υπόλοιπα 10 και έντονοι σε creshento, στα υπόλοιπα δύο. Μάλιστα στο τελευταίο κεφάλαιο που τελειώνει με την ανατίναξη του σπιτιού και τα διλήμματα « Ποιο δρόμο να πάρουμε;» και « Γιατί το κάψανε το σπίτι;» όλοι σχεδόν οι εναπομείναντες χαρακτήρες παρουσιάζονται «επί σκηνής»όπως συμβαίνει στις επιθεωρήσεις. Κι ακόμα η τελευταία σκηνή είναι η επανάληψη της πρώτης . Η ίδια οικογένεια, με τα συμπράκαλά της πάνω σ’ένα καμιόνι μετακομίζει για το σπίτι του παππού. Με ποιο καλύτερο τρόπο θα μπορούσε ν’ανατυπωθεί έμπρακτα η αριστοτελική ιδέα της ανακύκλησης και του πολιτισμού;
Επέμενα σε πλευρές του παιδικού μυθιστορήματος της Κίκας Πουλχερίου «Το σπίτι με τα κίτρινα κουμπιά» που το χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα και αποτελούν παραπέρα κατακτήσεις της λογοτεχνικής δημιουργίας της συγγραφέως. Κατά την άποψή μου, πρόκειται για ώριμο γράψιμο, καθαρή λογοτεχνία, όπου η καθημερινότητα γίνεται τέχνη και η μυθοπλαστική αφήγηση μετουσιώνει τη ζωή σε τέχνη. Για όποιο δε συμμερίζεται την σιγουριά μου αυτή θα πρότεινα ν’ανοίξουμε οποιαδήποτε σελίδα του βιβλίου και ν’αρχίσουμε να διαβάζουμε. Θέλετε να το κάνουμε;
Δώρος Θεοδούλου
( Ο κύριος Δώρος Θεοδούλου είναι μελετητής της Λογοτεχνίας για παιδιά και ανήκει στο Ειδικό διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου Κύπρου)
ΚΙΚΑΣ ΠΟΥΛΧΕΡΙΟΥ, Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ
Η Λακατάμια των πρώτων παιδικών μου χρόνων, εκεί γύρω στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, δε θυμίζει σε τίποτε το σημερινό μοντέρνο προάστιο των 45 χιλιάδων κατοίκων, των λεωφόρωνκαιτων οικοπέδων, των καταστημάτων, και των τριώροφων πολυκατοικιών. Στενά δρομάκια, σπιτάκια χαμηλά και ταπεινά, κάμποι σπαρμένοι σιτηρά και γκριζοπράσινοι ελαιώνες, το Α΄Δημοτικό, ο Πηδιάς, το τσιφλίκι του Αγά, ο κύριος δρόμος,στενός και φιδωτός ακόμα, να ενώνει τα χωριά της Πιτσιλιάς με την πρωτεύουσα, τη χώρα. Καιοι άνθρωποι· οι ιστορίες τους μέσα στις αφηγήσεις των μεγάλων για τα παλιά, που πήγαιναν πιο πίσω, στις απαρχές του 20ου αιώνα κι ακόμα πιο παλιά.Ιστορίες για τις αγροτικές δουλειές, το θέρισμα, τ’ αλώνισμα, τους Άγγλους, το μεγάλο πόλεμο, το στρατιωτικό αεροδρόμιο, τους εθελοντές στον αγγλικό στρατό… αυτή είναι η παλιά Λακατάμια κι αυτή τη Λακατάμια όλως αιφνιδίως τη συνάντησα ξανά μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου, που έχω την τιμή να παρουσιάζω σήμερα. Του βιβλίου με τον τίτλο «Ο ήλιος του μεσημεριού» της Κίκας Πουλχερίου, της συνδημότισσας, για κάποιους από μας, της δικής μας κυρίας Κίκας, της φίλης, της αγαπημένης δασκάλας και καταξιωμένης συγγραφέα.
Το βιβλίο,μια καλαίσθητη και προσεγμένη έκδοση 326 σελίδων, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πάργα το 2013 και είναι το 2οστη σειρά έργο για ενήλικες, μετά τη συλλογή διηγημάτων «Δίχως καλοκαίρια» που, 3 χρόνια νωρίτερα, επίσης κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πάργα,όπως και 8 από τα 18 παιδικά βιβλίατης Κίκας Πουλχερίου, το ένα σε επανέκδοση. Μακρύς αλήθεια κατάλογος, που εξ’ όσων γνωρίζω θα αυξηθεί σύντομα με ένα ακόμα βιβλίο, για έφηβους αυτή τη φορά. Γενναία συγκομιδή, που φέροντας την προσωπική σφραγίδα της δημιουργού,εμπλουτίζει την ελληνική λογοτεχνία της Κύπρου με βιβλία για όλες της ηλικίες και μ’ ένα ευρύτατο φάσμα τόσο ειδολογικό όσο και ιδεολογικό. Έτσι, με την ίδια άνεση που η συγγραφέας απευθύνεται σε μικρά και μεγάλα παιδιά, σε έφηβους και ενήλικες, με την ίδια άνεση κινείται από το παραμύθι στις μικρές ιστορίες, κι από τα διηγήματα,στα θεατρικά και στα μυθιστορήματα, αλλά και με την ίδια άνεση καταπιάνεται με όλα τα ανθρώπινα είτε αυτά είναι τα μικρά ζητήματα της καθημερινότητας είτε τα μεγάλα και τ’ αληθινά ηθικά και υπαρξιακά και εν τέλει κατ’ ουσίαν πολιτικά ζητήματα.
Ας εστιάσουμε για λίγο την προσοχή μας στον «Ήλιο του μεσημεριού», στο ίδιο το βιβλίο ως αντικείμενο που έχει, όπως ξέρουν οι αφοσιωμένοι αναγνώστες, φωνή και νόηση ως να είναι σώμα έμψυχο, διάπυρο ζωής. Ο τίτλος μαζί με την εικόνα που τον συνοδεύει στο εξώφυλλο, σκιαγραφούν τη πιο ζεστήκαι μεστή εποχή του χρόνου, το μεσοκαλόκαιρο. Μια εποχή χαρούμενη και πρόσφορη για ανοίγματα του νου, πετάγματα και όνειρα. Το σημείωμα στο οπισθόφυλλο ωστόσο μας προσγειώνει σε πιο γήινες περιπλανήσεις. Διαβάζουμε ανάμεσα σ’ άλλα:
«Τα γεγονότα ξετυλίγονται σ’ ένα προάστιο της Λευκωσίας στα χρόνια της αποικιοκρατίας και στον απόηχο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Χρυσταλλένη κλήθηκε σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές να διαδραματίσει τον δικό της ρόλο, σε μια εποχή που η ζωή της επιφύλασσε πολλές δυσκολίες, αλλεπάλληλες κακουχίες και πολλές απογοητεύσεις. Ο κόσμος όλος σιγοβράζει και η απειλή του πολέμου καθορίζει, όχι μόνο τη δική της μοίρα, αλλά και τη μοίρα των άλλων ανθρώπων γύρω της».
Ανθρωποκεντρικό λοιπόν κι αυτό το έργο, όπως άλλωστε και όλα τα βιβλία της Κίκας Πουλχερίου. Ακόμα κι όταν απευθύνονται στις πιο τρυφερές ηλικίες, κι όταν μιλούν για ζώα, πουλιά, λουλούδια, σύννεφα ή φεγγάρια,για τους ανθρώπους πρόκειται πάντα και για τη ζωή τους. Για τους ανθρώπους και για τη μοίρα τους. Όχι τυχαία νομίζω, η αφιέρωση εδώ,«Στους ανθρώπους που ζήσανε τα γεγονότα τότε»,μας παραπέμπει στο πρώτο της βιβλίο για ενήλικες, τησυλλογή διηγημάτων «Δίχως καλοκαίρια»: «Στους ανθρώπους» έγραφε η αφιέρωση κι εκεί. Και κάτω από την αφιέρωση το πρόθεμα στο βιβλίο εκείνο, ως ένα MotoVivendiδανεισμένο από την τραγική ποίηση της αρχαιότητας, έλεγε:«Μα είναι δύναμη δεινή η δύναμη της μοίρας».Όλ’ αυτά μας παραπέμπουν σ’ έναν κοινό κεντρικό άξονα στα δυο βιβλία, παρά τη διαφορετική μορφή και θεματική τους. Ο άξονας αυτόςδεν είναι άλλος από τον άνθρωπο και την αδυσώπητη μοίρα του.
Οι άνθρωποι στο «Δίχως καλοκαίρια» μοιάζουν. Έχουν γευτεί τη ζωή, πήραν τα δώρα της μαζί με το μερίδιο τους στα βάσανα και στον πόνο. Τώρα τους τρώει η μοναξιά, η ψυχική απομόνωση, η απογοήτευση από τη ματαίωση των ελπίδων, τη διάψευση των ονείρων και των προσδοκιών. Μη φανταστεί κανείς πως είναι μοιρολάτρες. Αντίθετα μάλιστα. Η πάλη κι η αντίσταση δε λείπει από κανέναν. Στο τέλος όμως έρχεται πάντα η αποδοχή της μοίρας, όχι από δειλία, μα από τραγική επίγνωση της ανθρώπινης αδυναμίας, του περιορισμένου των ανθρωπίνων δυνάμεων. Τι μένει στο τέλος; Μαζί με τη βαθιά ενσυναίσθηση, η ταπείνωση, η ανθρωπιά κι η αξιοπρέπεια.
Οι άνθρωποι στον «Ήλιο του μεσημεριού» είναι ένα ανταριασμένο ανθρωπομάνι, πλήθος ψυχές όλων των ηλικιών, των χαρακτήρων, των αδυναμιών, των αρετών. Ο πληθυσμός εδώ μοιάζει πολύχρωμο, πολύβουο ποτάμι που έρχεται να μας ανταμώσειαπό τα παλιά. Ολοζώντανοι ακουμπούν εμπρός μας τα βάσανά τους και τα πάθη, τα λάθη και τα κρίματά τους. Άλλοι, φτιαγμένοι από πιο στέρεο υλικό, παλεύουν και νικούν, εξιλεώνονται και γαληνεύει η ψυχή τους. Άλλοι, πιο μαλακοί κι αδύνατοι χάνονται στο δρόμο χωρίς να βρουν ποτέ την κάθαρση.
Δεν είναι τυχαίο που και η γλώσσα στα δυο βιβλία διαφέρει. Ταυτίζεται και προσαρμόζεται θα έλεγα κάθε φορά στο ξεχωριστό ύφος και ήθος του κάθε βιβλίου. Έχουμε, βέβαια πάντα την καθαρή, εναργή και γλαφυρή γραφή στην οποία μας έχει συνηθίσει η συγγραφέας από τα πρώτα έργα ως τα πιο πρόσφατα, όμως εκεί, στο «Δίχως καλοκαίρια» η γλώσσα, είναι πιο λιτή, πιο πυκνή και αφαιρετική, πιο εσωτερική και υπαινικτική, όπως είναι και οι ήρωες όλων των διηγημάτων της συλλογής εκείνης. Εδώ, στον «Ήλιο του μεσημεριού»,η γλώσσα είναι πιο πλούσια σε εκφραστικά μέσα, πιο χυμώδης και χειμαρρώδης ενίοτε, με περισσότερες εξάρσεις και υφέσεις, όπως αρμόζει σε κάθε περίπτωση στους ήρωες και στο κλίμα του μυθιστορήματος αυτού.
Η ιστορία μας αρχίζει και τελειώνει στο σήμερα, ένα παρόν που θα πρέπει να το τοποθετήσουμε στα τέλη του 20ου αιώνα, εκεί γύρω στις δεκαετίες του ’80 ή και του ’90 ακόμα. Η κεντρική ηρωίδα η Χρυσταλλένη, τόσο στο πρώτο όσο και στο τελευταίο κεφάλαιοείναι μια τυφλή γερόντισσα, που έχοντας περάσει μια τρικυμισμένη, γεμάτη ζωή, αναπολεί και ξαναζεί τα παλιά. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση αρχίζει κάπου όχι τόσο κοντά μα ούτε τόσο μακριά από τη Λευκωσία και τα προάστιά της, σε μια πόλη της Κύπρου που δεν κατονομάζεται αλλά εύκολα φωτογραφίζεται. Εκεί ζει η Κύνθια, μια νέα γυναίκα που στα 30 της, τελειωμένη δικηγόρος, αποφασίζει να κάνει κάτι που ανέβαλλε καιρό. Να πάει στη Λακατάμια, και να αναζητήσει τη θετή μάνα του πατέρα της, που η Κύνθια δεν τον γνώρισε ποτέ, τη γυναίκα που τον αγάπησε πιότερο κι από παιδί της και που τον φρόντισε ως τον πρόωρο θάνατό του. Έτσι φτάνει στη γιαγιά Χρυσταλλένη, για να ξετυλίξει το κουβάρι της ιστορίας του πατέρα της, να φτάσει κοντά στις ρίζες της, και να πατήσει πιο σταθερά στο χώμα, «γιατί, όπως σημειώνει η συγγραφέας, το σήμερα είναι πάντα μετέωρο χωρίς το χθες».
Διαβάζουμε στο 1ο κεφάλαιο.
Απόσπασμα (σελ. 7-8):
Εκείνη τη μέρα η Κύνθια ξύπνησε πολύ νωρίς. Κι όμως ήταν μια μέρα που θα μπορούσε άνετα να κοιμηθεί μέχρι τις δέκα, όπως έκανε συνήθως όλες τις Κυριακές και τις αργίες. Ήταν η πρώτη μέρα του Οκτώβρη, η επέτειος της ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας και η πόλη σημαιοστολισμένη περίμενε να αρχίσουν οι γιορτασμοί και οι παρελάσεις. Η Κύνθια όμως άλλα είχε στη σκέψη της. Είχε αποφασίσει εκείνη τη μέρα να κάνει ένα ταξίδι στη Λακατάμια, προάστιο της Λευκωσίας, για να μάθει επιτέλους για τον πατέρα της που έζησε και πέθανε εκεί πριν από πολλά χρόνια. Την έτρωγε η αγωνία γι’ αυτό το ταξίδι, χρόνια και χρόνια το λογάριαζε και δεν μπορούσε να ησυχάσει. Σηκώθηκε. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό της, ντύθηκε βιαστικά κι έτρεξε στην κουζίνα να συναντήσει τη μητέρα της, τη Βιβή. Ήξερε πως πάντα τέτοια ώρα θα την εύρισκε να πίνει τον καφέ της και να διαβάζει την εφημερίδα της.
«Καλημέρα, της είπε και τραβώντας μια καρέκλα κάθισε ακριβώς απέναντί της. Ήθελε να τη βλέπει κατάματα. Η μητέρα της ξαφνιάστηκε που την είδε.
«Γιατί τόσο πρωί;» τη ρώτησε. «Για πού με το καλό;
«Θα πάω στη Λακατάμια» απάντησε η Κύνθια και προσπάθησε να κάνει τη φωνή της όσο γινότανε πιο ήπια.
«Στη Λακατάμια!» επανέλαβε η μητέρα της κι έμεινε με την εφημερίδα μετέωρη στο χέρι. «Πόσες φορές σου έχω πει μέχρι τώρα, Κύνθια, πως άδικα επιμένεις να κάνεις αυτό το ταξίδι; Κανένας δεν ζει πια εκεί που να θυμάται τον πατέρα σου και την ιστορία του. Άκουσέ με, επιτέλους, και σταμάτα να επιμένεις. Έχεις καταντήσει ανυπόφορη με αυτή την εμμονή σου».
Τα λόγια της δενεπηρέασαν καθόλου την Κύνθια…Τόσες φορές τα είχε ακούσει μέχρι τώρα. Ούτε ήταν η πρώτη φορά που η μητέρα τής έκρυβε την αλήθεια. Πάντα σαν τη ρωτούσε γι’ αυτό το θέμα κρατούσε μια στάση όλο μυστήριο σαν να ’θελε να κρύψει κάποια μυστικά που και η θύμισή τους απλά και μόνο την αναστάτωνε. Μια σκιά απλωνόταν πάντα πάνω από τα λόγια της που ενοχλούσε την Κύνθια και ταυτόχρονα την προκαλούσε να θέλει ολοένα και πιο πολύ να μάθει όσα της έκρυβε για τον πατέρα της. Τώρα πια ήταν απόλυτα σίγουρη πως όσο και να επέμενε τίποτα περισσότερο δεν θ’ άκουε από την ίδια. Συνειδητοποιούσε πως όσο περνούσε ο καιρός η απροθυμία της μητέρας της να μιλήσει γινότανε ακόμα πιο μεγάλη κι έφτανε στα όρια μιας ανεξήγητης και επίμονης άρνησης.
Στα κεφάλαια που μεσολαβούν από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο, 40 τον αριθμό, ο χρόνος μετατοπίζεται από το παρόν στο παρελθόν, στις αρχές του 20ου αιώνα, στις δεκαετίες του ’20, του ’30, του’40 κι από κει ξεκινώντας,κι ακολουθώντας πια ευθύγραμμη πορεία, ξετυλίγεται το κουβάρι του νήματος της ζωής της Χρυσταλλένης,που είναι και ζωή των ανθρώπων που αυτή πόνεσε κι αγάπησε και που μοιράστηκε μαζί τους χαρές και λύπες κι ακόμα είναι ζωή του τόπου που όλους μαζί τους γέννησε, τους έθρεψε και τους ανάστησε. Την ίδια ώρα λοιπόν που η συγγραφέας, ως παντογνώστης αφηγητής, υφαίνει και κεντά την ιστορία της προγιαγιάς, της μάνας, την προσωπική ιστορία, την ίδια ώρα υφαίνει και κεντά την ιστορία της γενέθλιας γης, του τόπου και των ανθρώπων του. Γιατί ο τόπος έλεγαν οι παλιοί είναι οι άνθρωποι και οι άνθρωποι είναι ο τόπος. Μέσα στην προσωπική και τοπική ιστορία συναντάμε τη συλλογική και αντίστροφα, έτσι που η ιστορία των ανθρώπων και του τόπου γίνεται γνώση της ευρύτερης πατρίδας κι η γνώση γίνεται αυτογνωσία.
Οι ιστορικές αναφορές είναι πολλές μέσα στο βιβλίο αυτό. Δε θα το λέγαμε όμως με κανένα τρόπο ιστορικό μυθιστόρημα, δεν ήταν αυτός ο στόχος της συγγραφέα. Είναι όμως σίγουρα ένα μυθιστόρημα εποχής με ό,τι ο όρος εννοεί και εμπεριέχει. Η Αγγλοκρατία στο νησί, οι Άγγλοι κυβερνήτες, τα οκτωβριανά, τα σκληρά μέτρα των Άγγλων που ακολούθησαν, ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, η συμμετοχή των Κυπρίων εθελοντών, το Κυπριακό Σύνταγμα διατρέχουν την αφήγηση στενά συνυφασμένα με τη μυθοπλασία, την ίδια ώρα που η συγγραφέας επικεντρώνεται κυρίωςστην πλοκή και στην αφήγηση αλλά και στη διάπλαση και ψυχογράφηση των χαρακτήρων. Ο πόλεμος την ενδιαφέρει περισσότερο ως φαινόμενο κοινωνικό παρά ιστορικό. Γι’ αυτό, όσο κι αν έκανε καλά τη μελέτη της, όσο κι αν μίλησε ώρες μετους τελευταίους εναπομείναντες, όσο κι αν έσκυψε σε βιβλία της εποχής από τα οποία χρησιμοποίησε εύστοχα μικρά παραθέματα, λειτουργικά ενταγμένα στην αφήγηση,δεν παρασύρεται με τις ιστορικές αναφορές, παράεστιάζει τόσο στηβαθιά τομή που κάνει ο πόλεμος μέσα στον κοινωνικό ιστό όσο και στηδιαβρωτική και αλλοτριωτική του επίδρασηστις ζωές των ανθρώπων.
Δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα θα σας διαβάσω για του λόγου το αληθές. Δυο αποσπάσματα που βρίσκονται μεταξύ τους ακριβώς σε αντιδιαστολή. Η προπολεμική και η μεταπολεμική Λακατάμια ή αλλιώς η κλειστή-αγροτική και η ανοικτή-μετααγροτική Λακατάμια, με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να φέρνει τη βαθιά τομή, όπως ακριβώς αργότερα η Τουρκική Εισβολή έκανε το χωριό πόλη.
Απόσπασμα (σελ. 19-20):
Της άρεσε πάντα (της νεαρής Χρυσταλλένης) να κάθεται μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο και να κοιτάει έξω στον δρόμο. Ο δρόμος αυτός, ο μόνος ασφαλτοστρωμένος δρόμος στην κοινότητα, η σιδερόστρατα, όπως τον αποκαλούσε ο κόσμος, στενός και ατέλειωτος ξεκινούσε από μακριά στα βουνά του νότου, διέσχιζε το μικρό προάστιο και τραβούσε ίσια κατά την πόλη. Η κίνηση άρχιζε πάντα στις τέσσερις το πρωί και συνέχιζε ασταμάτητα όλη τη μέρα. Απ’ αυτόν τον δρόμο περνούσε όλο το μπουλούκι του κόσμου που έφευγε από τα ορεινά και κατέβαινε για δουλειές στην πόλη: Οι καλαθάδες, οι πεταλωτές, οι παπλωματάδες, οι πλανόδιοι πωλητές, οι εργάτες και οι εργάτριες κι άλλοι κι άλλοι, οι περισσότεροι πεζοί ή με τα γαϊδούρια τους μια και δεν υπήρχε καθόλου συγκοινωνία. Αυτό το παρδαλό μπουλούκι καθότανε με τις ώρες και παρακολουθούσε η Χρυσταλλένη ακολουθώντας τους νοερά στα μακρινά ταξίδια τους. Μερικούς τους γνώριζε. Όχι με το όνομά τους. Τους γνώριζε γιατί τους είχε δει πάμπολλες φορές να περνάνε. Ήξερε τις μέρες και τις ώρες που περνούσε ο καθένας. Κάποιοι πέζευαν δίπλα, στο καφενείο του αδελφού της, του Μιχαήλη, του Μικρού, για νερό και για καφέ και τότε άκουε τις κουβέντες και τα σχόλιά τους για τον καιρό, για τις δουλειές και για τη φτώχια που έδερνε ανελέητα το νησί. Πολλές φορές αναρωτιότανε και η ίδια τι ήταν εκείνο που την έδενε με αυτούς τους άγνωστους ανθρώπους. Μα όσο κι αν το έψαχνε δεν έβρισκε άλλη δικαιολογία πέρα από αυτή: Το πέρασμα αυτών των ανθρώπων την έδενε με τον υπόλοιπο κόσμο μ’ έναν τρόπο παράξενα γοητευτικό που έσπαζε τη μονοτονία της ζωής της. Έτσι περνούσε όλες τις ελεύθερες ώρες της η χρυσταλλένη κι η μάνα της κάθε φορά που τη τσάκωνε γινόταν έξω φρενών.
«Σταμάτα να χαζεύεις στον δρόμο», της φώναζε. «Τι θα λένε όλοι αυτοί που σε βλέπουν; Δεν έχεις κάτι άλλο πιο σημαντικό να κάνεις; Κοίτα την αδελφή σου τη Σμύρνη! Ποτέ δεν πέφτει από το χέρι της το κέντημα».
Δεν την ένοιαζε καθόλου τι της έλεγε η μάνα της ή τι έκανε η αδελφή της η Σμύρνη. Αυτό το αγνάντεμα του κόσμου της είχε γίνει βαθιά συνήθεια, μέρος του εαυτού της και δεν μπορούσε να το σταματήσει με τίποτα. Μέσα από αυτό η ζωή της είχε αποκτήσει χρώμα και νόημα. Αλλιώτικα, την έπνιγε η μοναξιά και η απομόνωση.
Απόσπασμα (σελ. 187-188):
Η Χρυσταλλένη (ώριμη γυναίκα πλέον) είχε τώρα πια αλλάξει για τα καλά. Βγήκε από τη μοναξιά και τη μιζέρια και ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά. Δεν είχε αλλάξει όμως μόνο η Χρυσταλλένη. Το χωριό ολόκληρο είχε αλλάξει. Δουλειά δεν βρήκανε μόνο όσοι εργοδοτήθηκαν στο αεροδρόμιο, μα και οι άλλοι όσοι μείνανε πίσω. Οι γεωργοί παράτησαν τα χωράφια τους και τη σπορά και φτιάξανε μικρά εστιατόρια.Τα βάφτισανeggsandchipscanteens και περίμεναν τα βράδια την έξοδο των στρατιωτών για να τους περιποιηθούνε. Τα καφενεία εξοπλίστηκαν με ραδιόφωνα, ποτά και μπιλιάρδο και περίμεναν τους στρατιώτες, για να τους ψυχαγωγήσουν. Το τι συνέβαινε το βράδυ ήταν πρωτόγνωρο. Εκτός από τους Άγγλους, στρατιώτες Ινδοί, Πακιστανοί, Νεοζηλανδοί και Αυστραλοί γέμιζαν τους δρόμους. Τα παιδιά τρέχανε στις ξώπορτες για να τους χαιρετήσουν, κάνοντας το σημείο της νίκης και περιμένοντας να αρπάξουν κανένα σοκολατάκι που τους ρίχνανε οι στρατιώτες.
Τα χρόνια που οι κάτοικοι της μικρής κοινότητας ζούσαν μονιασμένοι και ήσυχοι είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Τώρα ο καθένας από αυτούς είχε ριχτεί στον αγώνα για το κέρδος, για αυτό και μόνο γι’ αυτό, χωρίς να νοιάζεται ποιον δρόμο τραβούσε ο διπλανός του. Καινούργιοι άνθρωποι ήρθανε και τους βρήκανε, καινούργιες καταστάσεις και συνθήκες και κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει μέχρι πού θα τους οδηγούσανε τα πράγματα. Πολλοί αποζητώντας μια διέξοδο από τη μιζέρια κατατάχθηκαν στον αγγλικό στρατό και φύγανε για τα μέτωπα του πολέμου. Ο μισθός που παίρνανε στον στρατό ήταν δυο σελίνια τη μέρα, ένα ποσό που ήταν τριπλάσιο από το ημερομίσθιο ενός εργάτη. Αυτό ήταν μια δυνατή πρόκληση για τους άνεργους που δεν ήτανε λίγοι. Η Ελληνική μεταλλευτική εταιρία είχε κλείσει το μεταλλείο με την έναρξη του πολέμου και ο αριθμός των ανέργων πολλαπλασιάστηκε. Τριάντα χιλιάδες Κύπριοι αποτέλεσαν το πρώτο Κυπριακό Τάγμα Στρατού και πολέμησαν με γενναιότητα στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Βόρεια Αφρική και στο Σουδάν. Έτσι διέψευσαν τους Άγγλους που είχαν μια πολύ πενιχρή ιδέα για τον κυπριακό λαό. *«Τους θεωρούσαν αδύνατους σωματικά με μειωμένη πνευματική ικανότητα και ακατάλληλους για τη μάχη».
(*Απότοβιβλίο“Sweet and bitter island” τηςTabitha Morgan,σελ.146)
Εκτός από την έγνοια να κρατήσει την ισορροπία ανάμεσα ιστορίας και λογοτεχνίας, η συγγραφέας είχε ακόμα μια δυνατή πρόκληση να αντιμετωπίσει. Να καταφέρει να αρθεί από το ατομικό στο συλλογικό, χρησιμοποιώντας με μεγάλο σεβασμό κι αγάπη τα αληθινά πρόσωπα και τις αληθινές ιστορίες που την ενέπνευσαν, ντύνοντάς τα με τη μυθοπλαστική δύναμη της πένας της. Η έγνοια της αυτή είναι εξόφθαλμη πριν καλά-καλά αρχίσουμε το διάβασμα. Στην αρχή του βιβλίου, σ’ ένα μικρό κατατοπιστικό σημείωμα διαβάζουμε:
«Όλα τα πρόσωπα στο βιβλίο, εκτός από τα ιστορικά, είναι φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινούς χαρακτήρες και γεγονότα είναι συμπτωματική. Ο μύθος στηρίχτηκε σε ορισμένα πραγματικά γεγονότα».
Φανταστικά μας λέει είναι τα πρόσωπα κι οφείλουμε να την πιστέψουμε. Είναι όμως ολοζώντανα κι αρνούνται να σε αφήσουν ήσυχο μέρες μετά που έχεις αφήσει το βιβλίο. Αυτό κι αν είναι στοίχημα του κάθε συγγραφέα με τον εαυτό του. Να δημιουργήσει χαρακτήρες πειστικούς, αληθινούς, που να μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, να μας ανοίγουν δρόμο στα κίνητρα των πράξεων τους, στις συμπεριφορές και στα καμώματά τους. Αυτό η συγγραφέας το καταφέρνει πέρα για πέρα σ’ αυτό το βιβλίο. Νομίζω πως θα μείνει μαζί μου για πολύ καιρό η Χρυσταλλένη, που από μικρή ήταν επαναστάτισσα με ό, τι πιο όμορφοη λέξη αυτή σημαίνει. Έδωσε τα πάντα στους ανθρώπους γύρω της, έβαλε ψυχή σ’ ό,τι κι έκανε, δεν την πήγαινε η ζωή, την πήγε εκείνη κόντρα στο ρεύμα, κόντρα στον καιρό και κόντρα στο κακό. Η γλυκιά και χαμηλών τόνων Δανάη, που έκρυβε έναν δυναμισμό που ξάφνιαζε, η Κύνθια, που με το πείσμα της νιότης, με τη φλόγα της επιστροφής στις ρίζες και με την άδολη αγάπη έσταξε βάλσαμο στην ψυχή της Χρυσταλλένης, η κυρία Βασιλική η Σμυρνιά, που είδε δυο φορές το ωμό πρόσωπο του πολέμου, ο Περικλής ο μερακλής και γαλαντόμος που με τα yessirκαι τα howareyouκέρδισε από τον πόλεμο ό,τι ήταν να κερδίσει, μα που δεν κέρδισε από καμιά γυναίκα την αγάπη που γύρευε, ο Στυλιανός με το λαούτο του, με το φιλότιμο και με την αρχοντιά του, ο Νικόλας με τα εκφραστικά μάτια και το γλυκό χαμόγελο, να παλεύει με την τραγική ιστορία του ως το τέλος, η Άννα με τον ανεκπλήρωτο έρωτα της για το Ράιαν που στο τέλος και πριν να ’ναι εντελώς αργά δικαιώνεται, ο Πετράκης που τραβά τα πειράγματα του Χριστόφα, γιατί τρέμει τους βομβαρδισμούς, ο Χριστόφας που ερωτεύεται τη Χρυσταλλένη κι ας ήταν μάνα του στα χρόνια και στα έργα, η Βιβή, η όμορφη σκληρή και αλαζονική Βιβή στον αντίποδα της Χρυσταλλένης, όλοι μα όλοι έχουν ψυχή και την απλώνουν να κριθεί στα χέρια του αναγνώστη.
Προσωπικά για παράδειγμα, για πολλές σελίδες, δεν κατανοούσα και δεναποδεχόμουν τη Βιβή. Αρνιόμουν και ν’ ασχοληθώ, ώσπου τη συνάντησα και την ένιωσα στις αγωνιώδεις περιπλανήσεις της στους δρόμους του βομβαρδισμένου Λονδίνου, όπου έψαχνε να βρει τη χαμένη αγάπη της, το δεύτερο σύζυγό της, το Γιατρό Δανιήλ.
Απόσπασμα (σελ. 297-299):
Απογοητευμένη η Βιβή άρχισε να περιφέρεται στους μουδιασμένους ακόμα από τον πόλεμο δρόμους του Λονδίνου και να ψάχνει ανάμεσα στους άστεγους και πεινασμένους, που καθισμένοι στα πεζοδρόμια παρακαλούσανε τους περαστικούς για λίγη βοήθεια. Μια δυο φορές ξεγελάστηκε. Της φάνηκε πως ανάμεσα σε αυτούς ξεχώρισε τον Δανιήλ και κόντεψε να τρελαθεί από την αγωνία, μα σαν πλησίασε αρκετά και κοίταξε πιο προσεχτικά τους ζητιάνους αντιλήφθηκε πως έκανε λάθος. Ένα λάθος που της έδινε απογοήτευση αλλά και ανακούφιση συνάμα. Δεν ήθελε να βρει τον Δανιήλ σε τέτοιο χάλι. Κάποιες φορές έμπαινε στα ψηλά διώροφα λεωφορεία και ταξίδευε ώρα πολλή χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Μα και τότε το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάει έναν-έναν πότε τους επιβάτες και άλλοτε τους πεζούς που προσπερνούσανε στους δρόμους
Αυτή η αναζήτηση της είχε γίνει έμμονη ιδέα. Ξεκινούσε από το πρωί και περιπλανιόταν στους δρόμους ως το απόγευμα.Περπατούσε με τις ώρες ώσπου τα πόδια της λύγιζαν πια από το ατέλειωτο περπάτημα και οι αισθήσεις της αρνιόνταν να υπακούσουν. Εξουθενωμένη γύριζε στο σπίτι το βράδυ για να ξανασυνεχίσει την άλλη μέρα με εντονότερους ρυθμούς. Άδικα πάσχιζε ο κύριος Τιμ και η γυναίκα του , η Ντόροθυ, να την πείσουνε πως έτσι ποτέ δεν θα ’βγαζε άκρη. Το Λονδίνο ήτανε απέραντο και ο κόσμος μιλιούνια. Σκέφτηκαν τότε ν’ αποταθούν στο κοινό. Κάθισαν κι έγραψαν ένα μικρό σημείωμα στο οποίο αναφερόταν το όνομα και το επάγγελμα του Δανιήλ, η ηλικία και ο τόπος της καταγωγής του και παρακαλούσαν όποιον γνωρίζει κάτι για το συγκεκριμένο πρόσωπο να επικοινωνήσει μαζί τους. Το έστειλαν στις τοπικές εφημερίδες με την παράκληση να δημοσιευθεί. Ζήτησαν να μεταδοθεί και από τον ραδιοσταθμό του B.B.C., κάτι που έγινε χωρίς χρονοτριβή, δεν έφερε όμως και πάλι αποτέλεσμα.
Κουρασμένη και απογοητευμένη η Βιβή είχε αποφασίσει να γυρίσει στο σπίτι της, όταν ένα βράδυ ο κύριος Τιμ γύρισε με μια φαεινή ιδέα. Κάποιος φίλος του, στον οποίο ανέφερε το θέμα, του εισηγήθηκε πως θα ήταν καλά να αποταθούν στο ίδρυμα «Στρατός Σωτηρίας που από το 1885», ένα ίδρυμα παλιόπεριμάζευε άστεγους από τους δρόμους και τους πρόσφερε στέγη και φιλοξενία.
Με αναπτερωμένη την ελπίδα η Βιβή ακολούθησε το άλλο πρωί τον κύριο τιμ και ύστερα από ένα σχετικά κοντινό ταξίδι με το τρένο φτάσανε στο ίδρυμα. Ήταν ένα παλιό παραδοσιακό αγγλικό κτήριο, που το συντηρούσε ο στρατός με βασικά μέσα λειτουργίας την προσφορά από δωρητές κα την αγάπη και την πίστη στο Θεό. Η Βιβή έφτασε στο ίδρυμα με την καρδιά να τρέμει από την αγωνία και ευχήθηκε κάπου εδώ να τέλειωνε ο Γολγοθάς της.
Αγαπητοί φίλες και φίλοι, στο βιβλίο της «Ο ήλιος του μεσημεριού» η Κίκα Πουλχερίου μας λέει ιστορίες και φτιάχνει κόσμους, γιατί αυτό ξέρει να κάνει αρκετά χρόνια τώρα και το κάνει πολύ καλά. Κλείνει έξω από την πόρτα αφηγηματικά τεχνάσματα χάριν των τεχνασμάτων, την δίψα για σασπένς, τα εύκολα κλισέ και τα εκφραστικά πυροτεχνήματα που κερδίζουν έδαφος στις μέρες μας. Ξέρει να σε κερδίζει με την απλότητα, την ειλικρίνεια και το ρεαλισμό της, έναν ανθρώπινο, ζεστό ρεαλισμό γεμάτο κατανόηση για τον κόσμο και τα πλάσματά του.Μικρές και μεγάλες οι ιστορίες της, αστείες και τραγικές, άλλες ηρωικές κι άλλες απλές και καθημερινές,που μοιάζουν κάποτε ασήμαντες, ενώ είναι μεγάλες.
Εγώ, μικρότερη και συντοπίτισσα, πουθενά δε συνάντησα μέσα στο βιβλίο της μια ιστορία αυτούσια, όπως την άκουα από τη μητέρα μου ή τη γιαγιά μου. Και άκουσα από το στόμα τους πολλές. Είχα κι έχω όμως διαρκώς την αίσθηση ότι όσο διάβαζα κολυμπούσα σε ζεστά νερά, αθώα και οικεία των παιδικών μου χρόνων κι ότι έβρισκα κάθε τόσο ψήγματα, σπαράγματα από την πρώτη κατοικία μου, σαν να γύριζα σπίτι μου, σε κόρφο αγαπημένο, μητρικό.
Φίλοι καλοί, καλά διαβάσματα! Κίκα μου,Καλή δύναμη και καλή συνέχεια!
Μαρία Λουκά
21/02/2014
Σ’ένα τόπο με παλιά ιστορία και δόξα
Φτάσαμε ακριβώς την ώρα που ρόδιζε η Ανατολή. Το φορτηγό φρενάρισε ξαφνικά και σταμάτησε.Τ’άκουσαμεσ’ τον ύπνο μου και ξύπνησα.Τεντώθηκα να ξεμουδιάσω κι έριξα μια ματιά γύρω μου.
Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσα ήταν ένα διώροφο πέτρινο σπίτι με πράσινα ξεβαμμένα παράθυρα κι ένα μεγάλο μπαλκόνι. Ολόγυρα το ζώνανε άγριοι θάμνοι,πεύκα,πολλές ακακίες και μια μισοξεραμένητριανταφυλιά σκαρφάλωνε στους τοίχους του.
«Τίποτα απ’ότι ονειρεύτηκα. Ούτε πύργους, ούτε παλάτια με στριφογυριστές σκάλες, συλλογίστηκα μ’απογοήτευση. Ένα σπίτι σαν όλα τα κυβερνητικά σπίτια που ζήσαμε ίσαμε τώρα.
- Εγώ το είδα πρώτη,» μου φώναξε η Αθηνά που στεκότανε πλάι μου. Πολύ που μ’ένοιαζε. Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους κι έριξα άλλη μια ματιά γύρω μου. Όλοι οι άλλοι είχαν κιόλας κατέβει απ’το φορτηγό και μόνο εγώ στεκόμουν ακόμα εκεί μ ‘ένα κουβαράκι πίκρα στο λαιμό.
«Καλημέρα» μου φώναξε ο Καντεϊφας που καθότανε σε μια πέτρα λίγο παρα πέρα και κάπνιζε το τσιγάρό του. Ελα κάτω να δεις τι όμορφα που είναι εδώ!»
«Όμορφα,» το’λεγε ο Καντεϊφας κι εμένα μ’έπνιγε το παράπονο
.Κατέβηκα. Όχι γιατί μου το ζήτησε εκείνος. Κατάλαβα πως έπρεπε να κατέβω.Τι άλλο να’κανα;
-Πώς σε λένε; με ρώτησε καθώς πέρασα από κοντά του.
-Ισμήνη, έκανα ανόρεκτα και βιάστηκα να φύγω.
«Ισμήνη... Ισμήνη...» τον άκουσα να λέει πίσω μου προσπαθώντας να θυμηθεί.
«Ισμήνη καλέ, τ’όνομα της θειας μου στην Αυστραλία, φώναξε ξαφνικά, κι έλεγα κι εγώ κάτι μου θυμίζει αυτό το όνομα κάτι...»
Σίγουρα αν τον άκουγε ο πατέρας θα θύμωνε μαζί του. Θα του εξηγούσε με το νι και με το σίγμα πως η Ισμήνη ήτανε αδελφή της Αντιγόνης και πως αυτές οι δυο είχανε ένα πολύ κακό θείο, τον Κρέοντα που πρόσταξε να θάψουνε την Αντιγόνη ζωντανή σ’ ενα πέτρινο τάφο. θα του ‘λεγε ακόμα πως δεν επιτρέπεται να υπάρχουν άνθρωποι σ’αυτό τον τόπο που να μην ξέρουν από αρχαία ελλάδα. Μα ο πατέρας δεν τον άκουσε. Στεκότανε λίγο παρακάτω και κουβέντιαζε μ’ έναν άντρα και μια γυναίκα που φαίνεται πως ήταν από ώρα εκεί και μας περίμεναν.
Ήθελα να πάω κοντά ν’ακούσω τι λέγανε μα ντρεπόμουνα. Ευτυχώς που με είδε ο πατέρας
«Έλα να σου γνωρίσω τους καινούργιους μας φίλους» μου φώναξε κι εγώ πλησίασα. Ο Μενέλαος και η αρραβωνιαστικιά του η Ελένη,» μου είπε κι εγώ τους έδωσα το χέρι Ο Μενέλαος μου χαμογέλασε κι η Ελένη μ’αγκάλιασε και με φίλησε σαν φίλη παλιά και αγαπημένη.Χάρηκα που την είδα. Φαίνονταν καλοί άνθρωποι, μα εκείνη την στιγμή εγώ άλλα σκεφτόμουνα.
«Αυτή είναι η Σαλαμίνα, ο τόπος με την παλιά ιστορία και δόξα, που έλεγε ο πατέρας; Και πώς θα ζήσουμε σ’αυτή εδώ τη μαύρη ερημιά; Εκτός και αν χάσαμε τον δρόμο και ήρθαμε εδώ από λάθος.»