Ο γλάρος έφτασε επιτέλους στο Αϊ-Χανούμ
Ο γλάρος έφτασε επιτέλους στο Αϊ-Χανούμ. Έψαχνε να δει σπίτια, μα τίποτα. Γύρω βουνά, γεμάτα σπηλιές, πέτρες και κατάξερα χωράφια. Ερημιά. Όλα γύρω βουβά. Έμοιαζε να τα σκέπαζε όλα άσπρη σκόνη. Σκόνη ήτανε γεμάτος και ο αέρας. Κάθισε σε μια ξερολιθιά να ξαποστάσει.
Ξαφνικά, φύσηξε από τα βουνά, η σκόνη διαλύθηκε, η ατμόσφαιρα καθάρισε και άφησε να φανεί ένα χωριό. Το χωριουδάκι φαινόταν φτωχικό. Τα σπίτια έμοιαζαν κτισμένα από πηλό. Τα δέντρα λιγοστά. Άφθονες πέτρες και χώμα ολόγυρα. Γαϊδουράκια τραβούσαν μικρά αμάξια. Φτωχοί άνθρωποι πήγαιναν στη δουλειά τους.
Μια κατσίκα έψαχνε για κάνα κομματάκι ξηρό χόρτο. Τα παιδιά ακολουθούσαν τους μεγάλους στη δουλειά. Όλοι σκυφτοί, έμοιαζαν συλλογισμένοι. Ένα μικρό αγόρι, μόλις πέντε χρόνων, σκάλιζε το χώμα για να βρει λίγα ψίχουλα. Αυτό λοιπόν ήταν το Αϊ-Χανούμ!
Ο γλάρος ετοιμάστηκε να πάει πιο κοντά. Δεν πρόλαβε. Ένας κρότος ακούστηκε δυνατός. Πιο δυνατός από τον άλλο που άκουσε στο νησί του, στη μεριά που δύει ο ήλιος. Κι άλλος κρότος κι άλλος κι άλλος. Και φωτιά. Τα φτωχικά σπίτια γκρεμίστηκαν μεμιάς, άνθρωποι έτρεχαν να σωθούν κι άλλοι σπάραζαν κάτω απ' τα χαλάσματα. Ο γλάρος τώρα τρόμαξε. Μαζεύτηκε στην ξερολιθιά κι έμεινε ώρες έτσι μαζεμένος. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Χαλάσματα κι εδώ. Τι κακό είναι αυτό; Και καθώς προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει μέσα του σκέψεις και εικόνες άκουσε ένα παράξενο τραγούδι. Ένα τραγούδι παιδιού. Δεν άργησε να βρεθεί μπροστά σ' ένα αγόρι.Το αγόρι είχε την ίδια ηλικία που είχε και το κορίτσι με τη σπασμένη κούκλα. Μονάχα που το κορίτσι είχε γαλάζια μάτια και ξανθά μαλλιά, ενώ το αγόρι ήτανε μελαχρινό με μεγάλα μαύρα μάτια.
- Γεια σου, είπε ο γλάρος στο αγόρι.
- Γεια σου, απάντησε το αγόρι ευγενικά και συνέχισε το παράξενο τραγούδι του.
Ο γλάρος μόλις τώρα είχε προσέξει πως το αγόρι έσερνε το πόδι του και περπατούσε λίγο αδέξια.
- Τι γίνεται εδώ; Ποιος γκρέμισε το χωριό;
- Δεν ξέρω, όλοι φύγανε, εγώ δεν πρόλαβα, είπε το αγόρι και κοίταξε τον ουρανό. Έμοιαζε να λέει πως το κακό ήρθε απ' εκεί.
- Γιατί τραγουδάς;
- Τραγουδώ που γλίτωσα κι αυτή τη φορά! Ξέρεις, είναι ωραίο να ζεις… Δεν κατάφεραν να σκοτώσουν ούτε τον θυμωμένο παππού!
- Θέλω να τον δω, είπε ο γλάρος. Γι' αυτό ταξίδεψα ως εδώ από την άλλη άκρη της γης. Απ' εκεί που δύει ο ήλιος. Νύχτες και μέρες ατέλειωτες πετούσα. Τα φτερά μου κουράστηκαν… Πρέπει να τον δω… κι ο γλάρος συνέχισε να μιλάει στο αγόρι για το κοριτσάκι που έχασε τον μπαμπά και τη μαμά του σ' εκείνα τα χαλάσματα. Χάθηκε ακόμα το ένα πόδι της κούκλας του. Όσο κι αν έψαξε δεν το βρήκε!
- Λυπάμαι, φίλε μου, ο παππούς είναι καλά κρυμμένος. Κανένας δεν μπορεί να τον βρει! Ούτε κι εσύ! Ίσως να' ναι κάτω απ' αυτά τα χαλάσματα, σε μια πολύ βαθιά σπηλιά. Ίσως αλλού, δεν ξέρω! Όμως, πες στο κοριτσάκι πως λυπήθηκα για την κούκλα του.
Ο γλάρος ετοιμάστηκε να φύγει. Ένιωσε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ένιωσε πόνο.
- Περίμενε, φώναξε το αγόρι. Θέλω να στείλω στο κοριτσάκι ένα δώρο.
- Δώρο; ρώτησε αμήχανα ο γλάρος και κοίταξε γύρω του τα χαλάσματα.
- Να, πάρε και δώσε της το ξύλινο πόδι μου! Για την κούκλα της, είπε το αγόρι και την ίδια στιγμή άρχισε να βγάζει προσεκτικά, απ' τη δεξιά του πλευρά το πόδι του για να το δώσει στο γλάρο. Το αληθινό μου, συνέχισε, το έχασα σ' ένα χωράφι με νάρκες.
Ο γλάρος δάκρυσε. Το αγόρι έσκυψε, πήρε ένα μακρύ ξύλο, το' κανε πατερίτσα και χάθηκε κουτσαίνοντας μέσα στα χαλάσματα. Το τραγούδι του ακούστηκε πάλι κι ο γλάρος μάζεψε τη μελωδία εκείνη να την έχει συντροφιά στο γυρισμό του…
Μαριά Πυλιώτου, Το ταξίδι του γλάρου, εκδόσεις Πάργα