Γερόλακκος
Αλάικοϊ είναι το όνομα που έδωσαν στον Γερόλακκο. Εκεί μας έπεσε ο κλήρος να κατοικήσουμε. Mας βόλεψε εκεί ο πατέρας. Το σπίτι μας, στη Λευκωσία, ήταν κοντά στη νεκρή ζώνη. Γι’ αυτό μια εντολή από ψηλά μάς υποχρέωσε να το εγκαταλείψουμε. Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Έπρεπε να φύγουμε και να εγκατασταθούμε αλλού.
Μας υπόδειξαν τρεις συνοικισμούς. Την γειτονιά Κιζίλμπας στη Νεάπολη, βορειοανατολικά της Λευκωσίας, που είχαν εγκαταλείψει οι Ελληνοκύπριοι, το Δίκωμο και τον Γερόλακκο. Τραβήξαμε κλήρο. Ο λαχνός μας είπε- Γερόλακκος.
«Αυτό ήταν στο κισμέτι μας», είπε ο πατέρας. Εμείς διαμαρτυρηθήκαμε. Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε πόλη. Η παιδική μας ηλικία, οι αναμνήσεις μας, όλα ό,τι είχαμε βρίσκονταν στη Λευκωσία. Ο Γερόλακκος ήταν μακριά, έμοιαζε με εξορία. Σηκώσαμε μπαϊράκι!
«Πήγαινε να βρεις τους φίλους σου. Όλοι σε ξέρουν. Βάλε κάποιο μέσο», είπαμε. Μάταια. Ο πατέρας δεν συμπαθούσε καθόλου τα μέσα. Δεν φιλούσε χέρια, δεν ήξερε να γλείφει, να κάμνει τεμενάδες. «Εγώ δεν παρακαλώ κανένα. Αν θέλετε ελάτε, αν θέλετε μην έρθετε», είπε. Με τη σειρά του, τα ‘βαλε κι αυτός μαζί μας,σηκώθηκε κι έφυγε. Την επόμενη ήρθε πίσω και μας πήρε μαζί του.
Στον Γερόλακκο μάθαμε πως με κλήρο μάς έλαχε το σπίτι. Μας το είπε πάνω στα νεύρα του. Ήταν παλιό σπίτι. «Να πας να το αλλάξεις!» επιμέναμε. Ανένδοτος εκείνος, πείσμωσε. «Δεν γίνεται κάτι τέτοιο. Άσε που το σπίτι έχει πηγάδι και φούρνο. Μας έλαχε στην κλήρωση. Και δεν χωράει εδώ μπαμπεσιά».
Αναγκαστικά εγκατασταθήκαμε σ’ εκείνο το σπίτι. Στην αρχή ο δρόμος προς τα κει ήταν σύντομος. Πηγαινοερχόμασταν μ’ εκείνα τα ξύλινα λεωφορεία. Μέσω Κέρμιας. Ήταν συντόμι. Μετά επέκτειναν τη στρατιωτική ζώνη μέχρι το Grammar School και μας έκλεισαν το δρόμο. Μας άνοιξαν καινούργιο, από τον δρόμο προς Μόρφου. Η απόσταση μεγάλωσε, σου έσπαγε τα νεύρα.
Όπως και να΄χει, εγώ πήγα και έκατσα στον Γερόλακκο με ένα υποσυνείδητο φόβο. Όχι γιατί είχα ανατραφεί με έχθρα ενάντια στους Έλληνες. Ούτε η μητέρα, μα ούτε και ο πατέρας με μεγάλωσαν με τέτοια συναισθήματα. Οι γονείς μου, η οικογένειά μου, δεν ήταν φανατικοί. Δεν είχαν ποτέ εχθρική στάση απέναντί τους Δεν έδινα σημασία σε όλα αυτά που έγραφαν τα βιβλία της ιστορίας. Ούτε ποτέ θεώρησα όλα όσα έγιναν το ‘63 ως αιτία για να δω τους Ελληνοκύπριους σαν εχθρούς μου. Ακόμα και τότε, όταν διάβαζα ή άκουγα για όλα αυτά, απλώς σκεφτόμουν με το παιδικό μου μυαλό «μακάρι να μην είχαν γίνει όλα αυτά».
Άλλοι τα είχαν σχεδιάσει. Οι πολιτικοί ή και άλλες χώρες τα είχαν προκαλέσει… Δηλαδή, έτσι σκεφτόμουν πάντα. Παρ’ όλα αυτά, ούτε και οι καθηγητές στα σχολεία που φοίτησα μάς μετέδωσαν αισθήματα έχθρας, παρά μέσα από τα βιβλία. Κι έτσι, χωρίς να το καταλάβουμε, μεγαλώσαμε ξαφνικά και πέσαμε στον πόλεμο του '74. Ήμουν ένα κορίτσι δεκατριών-δεκατεσσάρων χρονών, όταν πήγαμε στον Γερόλακκο. Κουβαλούσα άθελα μέσα μου ένα φόβο. Εγκατασταθήκαμε σε ένα ελληνικό χωριό. Στα παράθυρα των εγκαταλειμμένων κατοικιών ανέμιζαν ακόμα οι κουρτίνες στα παράθυρα. Τα ρούχα πεταμένα κάτω, τα πράγματα σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Ο κόσμος είχε πέσει με μανία στο πλιάτσικο. Κάποιοι έτρεχαν έως και δέκα φορές την ημέρα σε γειτονικά χωριά για λάφυρα. Ακουγόταν κι από πάνω πως κάποιοι κάτοικοι δεν κατάφεραν να φύγουν κι είχαν ξεμείνει στο χωριό. Ή ακόμα ότι βρέθηκαν μέσα σε περβόλια. Μάλλον υποσυνείδητα με είχε κυριεύσει ένας φόβος.
Στο σπίτι υπήρχε και μία σοφίτα. Όταν ξάπλωνα το βράδυ να κοιμηθώ, νόμιζα ότι θα κατέβαινε απ’ εκεί κάποιος Ελληνοκύπριος που ήταν εκεί κρυμμένος. Τρόμαζα με τη σκέψη να ήταν κάποιος εκεί και να κατέβαινε κάποια στιγμή. Από την άλλη, σκεφτόμουνα πού να είχαν πάει όλοι αυτοί οι άνθρωποι! Πώς ξέφυγαν! Άραγε με αυτοκίνητο, με τα πόδια; Κι όλο και χανόμουν σε αυτές τις σκέψεις που κούραζαν το παιδικό μυαλό μου. Ποιος να κοιμόταν στο δωμάτιο που κοιμάμαι τώρα εγώ! Μας καταριούνται άραγε; Τέτοιες μπερδεμένες σκέψεις έκαμνα συνέχεια σ’ εκείνη την ηλικία.
***
Τριάντα χρόνια μετά, όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, ήρθαν οι ιδιοκτήτες του σπιτιού. Είχαν ξανάρθει κι άλλες φορές, όταν εμείς απουσιάζαμε. Ήμασταν δουλειά. Μια Κυριακή μας πέτυχαν σπίτι. «Καλωσορίσατε στο σπίτι σας!» τους είπα. «Όχι, είναι πια το δικό σας σπίτι», είπαν, «μένετε εδώ τόσα χρόνια!»
Εγώ αισθάνθηκα ένοχη εκείνη τη στιγμή. Λες και ήμουν κλέφτρα. Ένιωσα ντροπή. Ντρεπόμουν και γιατί, λόγω των οικονομικών δυσκολιών που είχαμε, δεν καταφέραμε να διατηρήσουμε το σπίτι τους σε καλή κατάσταση. Ένιωσα πολύ άσχημα που δεν μπορέσαμε να τους εξηγήσουμε γιατί δεν το φροντίσαμε, δεν κάναμε ένα γύψο και τις απαραίτητες επισκευές. Την ίδια στιγμή, αφού είδαν ότι το σπίτι ήταν σαν ερείπιο και για να μην μας περάσουν για έποικους της Τουρκίας, ένιωσα την ανάγκη να συστηθώ και τους είπα ότι είμαστε Κύπριοι.
Μπήκαν στο σπίτι. Κοίταξαν τα πάντα με μεγάλη περιέργεια. Κοίταγαν και δεν μιλούσαν.Τους έδωσα μερικά από τα πράγματά τους, κάποια ενθύμια που είχαμε φυλάξει. Πήραν μόνο αυτά, τα ενθύμια. Μας είπαν ότι το γραφείο στο δωμάτιο της κόρης μου ήταν το γραφείο της δικής τους κόρης.
Στο υπνοδωμάτιό μου, στην πόρτα της ντουλάπας με τον καθρέφτη, υπήρχαν κάποια γράμματα γραμμένα με μολύβι και κάποιες ημερομηνίες, όπως το 1945. Άνοιξα την πόρτα της ντουλάπας και τα έδειξα στη γυναίκα. Αρχίσαμε μαζί να κλαίμε. Είχε γράψει εκείνες τις θύμησες μαζί με τον αδερφό της. Ζήτησε μολύβι και χαρτί και τα αντίγραψε για να τα δείξει στην οικογένεια της όταν επέστρεφε.
Είπαν ότι θα συνέχιζαν προς τη Μόρφου. Μπορεί να άφησαν και εκεί κάποια περιουσία. Δεν έκατσαν. Είχαν έρθει με το τελευταίο μοντέλο της Μερσεντές. Μας είπαν ότι είχαν εργοστάσιο τούβλων. Μετά το ‘74 έχτισαν από την αρχή τη ζωή τους. Από την εμφάνισή τους καταλάβαινες ότι ήταν ευκατάστατοι.
Οι αναμνήσεις τούς είχαν φέρει. Δεν είχαν πια ανάγκη το σπίτι.
Ξαφνικά πιάστηκε η καρδιά μου.
Εκείνοι ήταν σχεδόν γυμνοί, σαν εγκατέλειπαν το σπίτι τους. Και δες τους τώρα, πού έφτασαν. Ενώ εμείς μέχρι πού φτάσαμε; Στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε.
Αυτά σκέφτηκα, στεναχωρήθηκα και ντράπηκα.
Αγκαλιαστήκαμε και αποχαιρετιστήκαμε.
Μας κάλεσαν να πάμε κι εμείς στο δικό τους σπίτι.