Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η κυρά της Χούλου»
Πρόλογος
Χούλου, Επαρχία της Πάφου Μάρτιος, έτος 2014.
Τραβώ το χειρόφρενο του ταλαιπωρημένου μου Mazda Familia και καλώ τον αριθμό του κινητού που μου έδωσε ο μουχτάρης. Η ζέστη είναι πολλή για Μάρτη, αλλά ένα θεόρατο κυπαρίσσι μού χαρίζει τη σκιά του καθώς παρατηρώ την εκκλησία που κάποτε την αυλή της στόλιζε ένα παλάτι– το παλάτι της… Οι Φράγκοι, που διαφέντεψαν το νησί για τρεις τόσους αιώνες, διάλεξαν τον χώρο για τα πολλά νερά του και κατά ειρωνεία της τύχης η εκκλησία αυτή είναι το μόνο μέρος του παλατιού που κατόρθωσε να επιβιώσει από τον μεγάλο σεισμό του 1953.
Καθώς σκέφτομαι ότι μάλλον ο παπα-Στέφανος θύμωσε που τον κάλεσα μεσημεριάτικα και αποφάσισε να με γράψει κάπου… ευλογημένα, ακούω τον θόρυβο ενός αμαξιού. Αμέσως μετά βλέπω ένα αγροτικό αυτοκίνητο φορτωμένο με οικοδομικά υλικά να έρχεται και να παρκάρει δίπλα από το Mazda μου και απ’ αυτό να κατεβαίνει ένας γεροδεμένος πενηντάρης με αθλητικά παπούτσια, τριμμένα jeans, ξεβαμμένο t-shirt και μια περιποιημένη κοντή γενειάδα. Πρέπει το πρόσωπό μου να μαρτυρά έκπληξη, γιατί αμέσως μετά τον χαιρετισμό με ρωτά ενοχλημένα: «Τι; Άργησα;» Απαντώ ό,τι πιο ανώδυνο μου κατεβαίνει και περιμένω υπομονετικά να ξεκλειδώσει την καμαρωτή πόρτα.
Το φως της ημέρας πλημμυρίζει τον εσωτερικό χώρο και την οροφή της εκκλησίας, την οποία κάποτε κοσμούσαν τοιχογραφίες με σκηνές από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Ο ιερέας αρχίζει να μιλά για την αριστουργηματική εικόνα της Παναγίας της Παντάνασσας που διατηρείται στο προσκυνητάρι από τον δέκατο τέταρτο αιώνα μέχρι σήμερα. Μια αφήγηση που εγώ κόβω, ομολογουμένως με κάποια αναίδεια, για να ρωτήσω για την περιβόητη τοιχογραφία, τη μοναδική που σώθηκε από το ασβέστωμα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Κοιτάζοντάς με κάπως αγριεμένα, μου δείχνει με το χέρι τον αριστερό τοίχο του γυναικωνίτη. Εκεί, στα πόδια της ένθρονης Παναγιάς με τον μικρό Χριστό καθισμένο στα γόνατά της, βλέπω επιτέλους το πρόσωπο που οι ντόπιοι αποδίδουν στη Φράγκισσα Κυρά που θάμπωσε με την ομορφιά της έναν Ρήγα. Που χιλιοτραγουδήθηκε από Κύπριους και ξένους. Και που ο μύθος την πήρε από την καταπράσινη Χούλου στην άλλη άκρη του νησιού, όπου και θα πλήρωνε το υπέρτατο τίμημα…