ΧΑΔΙ ΑΠΟ ΒΕΛΟΥΔΟ
Όσο κρατά το ταξίδι, όση ώρα το τρένο διασχίζει τη γαλλική ύπαιθρο και κατευθύνεται προς την Οβέρ, δεν έφυγε ούτε στιγμή από το νου μου η εικόνα του παράξενου Ολλανδού με το μισοσαλεμένο μυαλό. Με ακολουθεί συνέχεια η βασανισμένη του ύπαρξη. Μπόρεσα να μπω στην ψυχολογία του ανθρώπου που ζει σ’ ένα κόσμο ξένο και άγνωστο γι’ αυτόν και αγωνιά, φοβάται, δοκιμάζει την υπέρτατη θλίψη.
Συννεφιάζει για μια στιγμή το τοπίο μπροστά μου και διακρίνω μέσα στο σύθαμπο έναν Βαν Γκογκ ατάραχο και γαλήνιο αυτή τη φορά! Παύει πια να πονά, να υποφέρει, νιώθει να λευτερώνεται. Τώρα τίποτε δεν έχει πια σημασία γι’ αυτόν! Ο γολγοθάς πλησιάζει στο τέλος του. Ακολουθεί η κορύφωση και ο αναμενόμενος επίλογος. Η απονενοημένη πράξη. Έρχεται η ώρα που ο Βαν Γκογκ, λυτρωμένος πια, γίνεται ελαφρύς σαν πεταλούδα και πετά ψηλά και χάνεται.
Οι ώρες που μεσολάβησαν εκείνη την οριακή νύκτα ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο έφεραν τα δύο αδέλφια τόσο κοντά, όσο ποτέ προηγουμένως. Απ’ εκείνη τη στιγμή ενώθηκαν για πάντα οι μοίρες τους. Έξι μήνες μετά τον θάνατο του Βαν Γκογκ, ο Θέο ακολούθησε τον αδελφό του στον τάφο και σήμερα αναπαύονται και οι δύο στο κοιμητήρι της Οβέρ.
Η ατμόσφαιρα βαριά. Η συγκίνηση περισσεύει. Ένας κόμπος στο λαιμό και ύστερα ένα δάκρυ ως φυσικό επακόλουθο. Ένα δάκρυ συμβολικό για όλους τους τυραννισμένους, τους σημαδεμένους από την ίδια αδυσώπητη μοίρα, τους καταδικασμένους «να ζήσουν ολόκληρο το αίνιγμα και την αντιφατικότητα του ανθρώπινου πεπρωμένου, με την ένταση ενός προσωπικού βασάνου, μιας προσωπικής κόλασης». Πόσο επίκαιρος προβάλλει ο Έσσε στην περίπτωση του Βανκ Γκογκ! Μια μοίρα από την οποία φαίνεται να κινδυνεύουν μονάχα οι «λίγοι» και οι «ξεχωριστοί», αυτοί με την ανήσυχη, την επαναστατημένη φύση που κατοικεί μέσα τους ένας μικρός θεός ή ένας μεγάλος δαίμονας. Τα λογικά, για παράδειγμα, ενός συνηθισμένου ανθρώπου που ζει τη μετριότατη ζωή του δεν κινδυνεύουν εύκολα να διασαλευθούν από την παγιωμένη ισορροπία τους. Πιο πολύ κινδυνεύουν αυτοί που είναι προορισμένοι για τα μεγάλα και τα σημαντικά, που βρίσκονται μόνιμα σε ανοιχτή διαμάχη με τον εαυτό τους και με τους άλλους, αυτοί τέλος που παλεύουν και μοχθούν για να φτάσουν το ιδανικό, το άπιαστο!
Τροπικά Ηλιοβασιλέματα
…Ένα πουλί σπαθίζει τον αέρα κι ύστερα χάνεται μέσα στο κατάλευκο θυσανωτό σύννεφο, άλλα τέσσερα ζευγαρώνουν μέσα στις φυλλωσιές ενός κοκοφοίνικα, γίνονται ένα μαζί του, ενσωματώνονται στην εικόνα του. μια αγριόπαπια τινάζει τα βρεγμένα φτερά κι ύστερα μένει ακίνητη στον ήλιο, ένα παιδί παίζει ανέμελα με την άμμο, ένα άλλο κάθεται και κοιτάζει αφηρημένα τη θάλασσα! Στιγμές, αστείρευτες, συμπυκνωμένες στη φύση, στο τοπίο των Σεϋχελλών, που μέσα τους ανακαλύπτεις τη χαρά της ζωής, το θαύμα της δημιουργίας. Στιγμές που μπορείς να τους δοθείς, να ξεχαστείς μέσα τους. Να γεμίσεις τα κενά της αναζήτησης, του μακρινού ονείρου σου. Αν όλα αυτά δεν είναι συστατικά της ευτυχίας, τι άλλο μπορεί να είναι; Τότε έχεις δεκάδες, λόγους για να είσαι ευτυχισμένος στις Σεϋχέλλες.
Οι ώρες των Σεϋχελλών είναι οι πιο γλυκές και αφοσιωμένες στους περιπάτους, τους ήρεμους λογισμούς, τους στοχασμούς. Το μόνο που απομένει σε σένα είναι να αφεθείς να σου δείξουν τον δρόμο με τους δικούς τους όρους, τους δικούς τους κανόνες.
Κι αυτό κάνω τις λίγες μέρες που μένω εδώ.
Βιάζομαι να προλάβω και οδηγώ τα βήματά μου εκεί όπου η φύση των Σεϋχελλών με σπρώχνει. Από τα χαράματα είμαι κιόλας φευγάτη στα μονοπάτια του δάσους. Αφουγκράζομαι τα ακούσματα, τους μυστικούς του θορύβους, οσμίζομαι τα αρώματα, αγκαλιάζω τα χρώματα γύρω μου… Ευγνωμονώ τέλος τα πουλιά που με συντροφεύουν στο δρόμο και γλυκαίνουν τις ώρες των περιπάτων μου με τη μελωδία τους.
Τα απογεύματα κάθομαι πάνω στο παχύ, βελούδινο στρώμα της άμμου δίπλα στη θάλασσα, μέχρι που με βρίσκει το σούρουπο να συνοψίζω τις εντυπώσεις της κάθε μέρας. Ακούω τους γνώριμους ήχους της, ακολουθώ από σιμά το ταξίδι της, σιγανομουρμουρίζω το αιώνιο τραγούδι της καρτερώντας να πέσει η τελευταία αυλαία που κλείνει μέσα της το θαυμαστό κόσμο των Σεϋχελλών…
Εδώ και αρκετή ώρα παρακολουθώ τη διαδρομή δυο γλάρων –λατρεύω τους γλάρους– το χαμηλό πέταγμά τους, την κίνηση ισορροπίας πάνω στο νερό. Ύστερα μια βουτιά στο κενό, ένα πέταγμα ψηλά και πάλι επιστροφή στο φυσικό τους χώρο, στο αιώνιο παιγνίδι της ερωτοτροπίας τους με τη θάλασσα…!