ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΖΩΕΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
«Γνώρισες τον Θεό από κοντά, άγγελε;» ρώτησα.
«Γιατί ρωτάς, Αντάρτη;»
«Είμαι περίεργος να μάθω αν ο Θεός έχει χιούμορ, αν του αρέσουν τα πειράγματα, τα καλαμπούρια.»
«Αυτό δεν θα το μάθεις ποτέ, και να ήξερα δεν θα σου έλεγα.»
Διασχίσαμε ένα μικρό ρυάκι, με κελαριστό νερό.
«Στο χωριό μας ζούσε ένας αιωνόβιος γέροντας, ο Ναθαναήλ, τον έβλεπα σαν Θεό. Ήταν σοφός, διαβασμένος, μιλούσε ξένες γλώσσες, ήταν όμως και πολύ χωρατατζής, όλους τους πείραζε, του άρεσαν πολύ τα ανέκδοτα, ειδικά τα σκανδαλιάρικα. Μακάρι να ήταν κι ο Θεός έτσι, χωρατατζής και γλεντζές. Ίσως οι άνθρωποι να τον σέβονταν περισσότερο και να ακολουθούσαν πιο πρόθυμα το θέλημά του.»
«Πάλι βλασφημείς, πάλι αμαρτάνεις», με αντέκοψε ο άγγελος.
Συνεχίσαμε να πορευόμαστε σιωπηλοί. Ξαφνικά:
«Τι θα πει σκανδαλιάρικα, Αντάρτη;» ρώτησε ο Ζωφιήλ.
«Θα πει, ξέρεις, ιστορίες για το τι κάνουν οι άνθρωποι στο κρεβάτι και τέτοια.»
«Εντάξει, εντάξει, κατάλαβα. Αρκετά ως εδώ.»
Ύστερα από λίγο:
«Σ’ αρέσουν και σένα Αντάρτη αυτά τα, πώς τα είπες, τα σκανδαλιάρικα;»
«Πως, σε όλους αρέσουν.»
«Θα έπρεπε να τιμωρηθείς για αυτό.»
«Πολύ σωστά, αυτό λέω κι εγώ. Όλοι θα πρέπει να πληρώνουν τα λάθη τους.»
Ο άγγελος κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι:
«Αντάρτης, όνομα και πράμα. Μαζί σου δεν τα βγάζω πέρα.»
Και για πολλή ώρα δεν ανταλλάξαμε άλλη κουβέντα.
Του ζήτησα να με οδηγήσει στην κορφή του βουνού, εκεί που δεν είχα πάει ποτέ όταν ζούσα. Σταθήκαμε στο ψηλότερο σημείο. Έριξα τη ματιά μου γύρω, η θέα ήταν φανταστική. Να η πρωτεύουσα, να η μεγάλη πεδιάδα με τις πλούσιες σοδιές που τρέφει μάνες και παιδιά, να η θάλασσα που διακρίνεται αμυδρά στο βάθος.
Άρχισα να γυρίζω γύρω – γύρω, σαν να χόρευα. Εδώ είναι ο παράδεισος, σκέφτηκα, μα ντράπηκα να μολογήσω στον άγγελο τη σκέψη μου. Είπα μόνο:
«Ποια είναι η ψηλότερη βουνοκορφή στον παράδεισο άγγελε; Τι υψόμετρο έχει;»
«Ξέρεις πολύ καλά ότι στον παράδεισο δεν υπάρχουν μέτρα, ούτε σταθμά, ούτε όρια, ούτε χρόνος, ούτε …»
«Ούτε πόνος, ούτε λύπη ούτε στεναγμός», είπα πειρακτικά.
«Σωστά, ούτε αυτά.»
Ένα πουλάκι κάθισε δίπλα μας, σε ένα ξερό κλαδάκι. Έμεινα να το βλέπω να κουνά νευρικά το κεφάλι και την ουρά του. Γέλασα.
«Διάβασα ότι ένας άγιος κέρδισε τη βασιλεία των ουρανών, αφού έβγαλε τη ζωή του πάνω σε ένα στύλο.»
«Σωστά, ο Συμεών ο Στυλίτης. Έζησε…….»
«Τουλάχιστο είχε καλή θέα από τον στύλο που ανέβηκε; Αν είχα μια θέα σαν κι αυτή θα γινόμουν κι εγώ στυλίτης.»
Το πουλάκι είχε αφήσει το κλαδί κι έκανε κύκλους στον αέρα. Ένα δεύτερο πουλάκι, το ταίρι του, εμφανίστηκε ξαφνικά και τα δυο τους συνέχισαν να κάνουν κύκλους και να τιτιβίζουν. Το πρώτο πουλάκι ξανάκατσε σε ένα κλαδί, το ταίρι του το καβάλησε κι έσμιξε μαζί του, έτσι αστραπιαία, όπως σμίγουν όλα τα πουλιά. Ύστερα πέταξαν και τα δυο και χάθηκαν.
Γέλασα.
«Έχεις πάει ποτέ με γυναίκα άγγελε;» ρώτησα.
Ο άγγελος τινάχτηκε από τη θέση του, ύψωσε τα χέρια.
«Τι είναι αυτά που λες αθεόφοβε; Θέλεις να σε αναφέρω στον Άγιο Πέτρο;»
«Ούτε εγώ. Πέθανα χωρίς να γνωρίσω γυναίκα.»