Θα σε περιμένω πάντα - απόσπασμα
Κεφάλαιο 7
Το λόμπι ήταν γεμάτο από παρέες Άγγλων που έπιναν τα κοκτέιλ τους πριν το δείπνο με τη μουσική υπόκρουση κλασικής κιθάρας. Ο Τζέισον αναζήτησε με το βλέμμα του τον Δημήτρη. Τον εντόπισε στο βάθος. Το πρόσωπο του ήταν στραμμένο προς το μέρος του. Καθόταν απέναντι από μια γυναίκα που φαίνονταν τα πλούσια ξανθά μαλλιά της να πέφτουν σε ωραίες μπούκλες στη πλάτη της και που πρέπει να ήταν σίγουρα η σύζυγος του. Μιλούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους έχοντας στο τραπεζάκι μπροστά τους από ένα ποτό και δίπλα ένα τυλιγμένο πακέτο και γελούσαν ευτυχισμένα. Ο Δημήτρης που είχε γυρίσει το κεφάλι προς το μέρος τους, τούς είδε που ερχόντουσαν και σηκώθηκε από τη θέση του ενώ η γυναίκα του παρέμεινε καθισμένη. ‘‘ Δημήτρη, αδελφέ μου καλωσόρισες.’’ Είπε χαρούμενα ο Τζέισον. Η χαρά του δεν ήταν προσποιητή. Εννοούσε κάθε λέξη από όσα έλεγε και έδειχνε προς τα έξω. ‘‘ Τζέισον, καλησπέρα και σε σας κυρία Ντόρις. Από δω να σας συστήσω την γυναίκα μου τη Δάφνη.’’ Η Δάφνη που θα αναγνώριζε εκείνη τη φωνή του Τζέισον ανάμεσα σε άλλες χίλιες αναπήδησε με τρόμο, σηκώθηκε από τη θέση της, γύρισε απότομα το πρόσωπο της και έμεινε να παρατηρεί προσεχτικά το πρόσωπο του συνταγματάρχη. Ακούγοντας το όνομα του Τζέισον και βλέποντας το χαρούμενο χαμόγελο που ήταν σχηματισμένο στα χείλη του, πάγωσε. Ο χρόνος είχε αφήσει τα σημάδια του στο γνώριμο πρόσωπό του. Κάποιες ρυτίδες γύρω από τα μάτια και γκρίζοι κρόταφοι, δέρμα πιο ηλιοκαμένο, κορμί πιο στιβαρό αλλά αναγνώρισε αμέσως τον Τζέισον. Το μυαλό της αρνούνταν να λειτουργήσει. Κανένα προαίσθημα δεν την είχε προειδοποιήσει σήμερα γι’ αυτό που συνέβαινε τώρα, ενώ ένιωθε τη καρδιά της να πάλλεται έντονα. Έμεινε να κοιτάζει τον Τζέισον σαν μαρμαρωμένη. Ο άντρας που είχε αρραβωνιαστεί κάποτε και πατέρας του Φοίβου, ήταν ζωντανός, κινούνταν και μιλούσε. Του Δημήτρη τού φάνηκε περίεργη η παρατεταμένη σιωπή και η ακινησία της γυναίκας του. Γυρίζοντας το βλέμμα του απορημένος αντίκρισε την Δάφνη να στέκεται αποσβολωμένη. Ασυναίσθητα το χέρι της Δάφνης υψώθηκε και δείχνοντας τον συνταγματάρχη είπε αμφιταλαντευόμενη:
‘‘ Τζέισον… εσύ… ζωντανός ;’’ Ο Τζέισον έμεινε να κοιτάζει και αυτός το ίδιο απορημένος με ανοιχτό στόμα την Δάφνη. Ούτε βόμβα να είχε πέσει ανάμεσα τους. Έμεινε να την παρατηρεί έντονα. Ο χρόνος είχε αφήσει τα σημάδια του. Το αλλοτινό φρέσκο νεανικό της πρόσωπο είχε παραχωρήσει την θέση του στο ώριμο γυναικείο. Ότι είχε χάσει από την νιότη της το είχε κερδίσει σε γοητεία και ωριμότητα. Εκείνη η παιδική αθωότητα που εξέπεμπαν τα νεανικά της μάτια τώρα ήταν μεστά και εξέπεμπαν έκπληξη, ανάμειχτο με φόβο. Ξεροκατάπιε και
καταφέρνοντας να αρθρώσει κάποιες λέξεις είπε: ‘‘ Θεέ μου, Δάφνη…, ναι …, εγώ… Εσύ.., δηλαδή είσαι.. , είσαι ζωντανή λοιπόν;’’ ‘‘ Ναι…, είμαι… ζωντανή. Αλλά γιατί διερωτάσαι αν είμαι εγώ ζωντανή; Εγώ ήμουν αυτή που είχε πάρει τότε μια επιστολή που έλεγε ότι σκοτώθηκες σε ένα ατύχημα στο στρατόπεδό σου. Δεκαέξι χρόνια τώρα σε πίστευα νεκρό.’’ ‘‘ Γιατί είχα πάρει και εγώ μια επιστολή με ένα απόκομμα εφημερίδας και με μια είδηση που έλεγε πως υπήρχαν τρεις νεκροί στο βομβαρδισμένο σπίτι σου και εσύ ήσουν ανάμεσα στους νεκρούς.’’ ‘‘ Γνωρίζεστε λοιπόν;’’ Είπε αρκετά περίεργος ο Δημήτρης χωρίς όμως να πάρει κάποια απάντηση από κανένα. Συντριμμένη η Δάφνη έστρεψε το βλέμμα της στη γυναικεία παρουσία που έστεκε δίπλα στο Τζέισον. Το όνομα Ντόρις ήχησε σαν παράφωνο κουδούνισμα στο μυαλό της προηγουμένως. Μετά από μια γρήγορη επιθεώρηση που της έκανε, σιγουρεύτηκε. Την αναγνώρισε αμέσως. Δίπλα στο Τζέισον βρισκόταν η «παιδική του φίλη» Δεν ήταν βέβαια έτσι όπως την θυμόταν. Είχαν προστεθεί αρκετά κιλά στο αλλοτινό λεπτό της σώμα. Τα κόκκινα ίσια μαλλιά της είχαν γίνει περμανάντ και από το δέρμα του προσώπου της είχε φύγει η δροσιά των νιάτων. Στα ψυχρά σαν ατσάλι μάτια της εξακολουθούσαν, μετά από τόσα χρόνια, να εκπέμπουν εχθρότητα και μοχθηρία. Όλα μαζί σαν σύνολο την έκαναν να φαίνεται στριφνή και άσχημη. Με δυσφορία ξέφυγε της Δάφνης η ανατριχιαστική διαπίστωση. ‘‘ Εσύ…, Τελικά εσύ είσαι η σύζυγος του Τζέισον;’’ Το φαρμακερό βλέμμα της Ντόρις και το παγερό σαν κομμάτια πάγου χαμόγελο της ήταν η απάντηση της. Ήταν η εκδίκηση της που βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με την ακατανίκητη γοητεία της Δάφνης απέναντι στην οποία ήταν τόσο αδύναμη να αντιμετωπίσει μετά από τόσα χρόνια. Το παρελθόν όρμησε στο μυαλό της Δάφνης από όπου ξεπήδησε εκείνη η μοιραία συνάντηση τους στον χορό του κυβερνήτη. Κάθε μόριο του εγκεφάλου της ούρλιαζε πως είχε εξαπατηθεί από κείνο το σαρκοβόρο θηρίο, ένιωθε ότι περνούσε μια δοκιμασία. Με οδύνη αντιλήφθηκε πως ήταν το θύμα αυτής της αδίστακτης γυναίκας. Το γεγονός και μόνο ότι ο Τζέισον ήταν ζωντανός μαρτυρούσε ότι είχε παίξει με τις ζωές τους που την έκανε να ανατριχιάσει. ‘‘ Ώστε τα κατάφερες λοιπόν. Πραγματοποίησες τις απειλές σου.’’ Ψέλλισε η Δάφνη απεγνωσμένα. Αναλογίστηκε ακόμα πως η ζωή της και η ζωή του γιου της είχαν απειληθεί πριν ακόμη εκείνος γεννηθεί. Η αποτρεπτική παρουσία του Δημήτρη δεν μπορούσε να είναι παρά μόνο θεία παρέμβαση. Και πριν λίγο καιρό ο Τζέισον χωρίς να γνωρίζει ποια ήταν η σύνδεσή του με το Φοίβο τον είχε απαλλάξει από επικίνδυνες κατηγορίες. Ο δικός της γιος και του Τζέισον. Και ο Τζέισον ζωντανός! Τι της επιφύλασσε το μέλλον; Το κεφάλι της πονούσε και το αίμα το ένιωθε να σφυροκοπά τα μηνίγγια της. Ένιωσε μια δυσφορία. Το λόμπι του ξενοδοχείου άρχισε να κινείται, άκουσε τους θορύβους και τις φωνές της σάλας να ξεμακραίνουν, μια σκοτοδίνη κάλυψε τα μάτια της, η ανάσα της σταμάτησε και ένιωσε τον κόσμο να γυρίζει και να χάνεται. Είχε λιποθυμήσει.