ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ
Το νερό κυλούσε απ’ το πρόσωπό της, αυλάκωνε μέσα στις πρώτες ρυτίδες της ομορφιάς της. Ξεπλενόταν με προσοχή και κατά διαστήματα γέμιζε το στόμα της με νερό. Γιατί όμως διψούσε; Η ίδια εικόνα κάθε πρωί Κυριακής, όσο ετοιμαζόμασταν για την εκκλησία. Χάζευα, μα δεν ρωτούσα. Η εικόνα αποτυπώθηκε καλά στο μυαλό μου, ώστε να με βρει πολύ αργότερα στη ζωή μου και να ζητήσει απάντηση.
- Γιατί, γιαγιά, φαινόσουν διψασμένη, κάθε πρωί Κυριακής; Γιατί έπινες νερό, καθώς έπλενες το πρόσωπό σου;
Χαμογέλασε και σώπασε για λίγο. Σκέφτηκα πως συγκινήθηκε που το θυμόμουνα…
- Όντως διψασμένη, μα μπροστά στη δίψα της Ασπασίας, δεν θα μπορούσα να παραπονιέμαι.
- Ποια είναι η Ασπασία, γιαγιά; Για ποια δίψα μιλάς;
- Με παίρνεις πίσω πολλά χρόνια, μα θα σου κάνει καλό να μάθεις.
Η έντονη περιέργεια ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου, γι’ αυτό δεν έχασε χρόνο.
- Η Ασπασία ήταν μια παιδική φίλη απ’ το χωριό, λίγο μεγαλύτερη από εμένα. Μικροπαντρεύτηκε στα δεκατέσσερά της, με αυτόν που αγαπούσε. Έζησε καλά μαζί του και απέκτησαν και μια κόρη, την Ευφροσύνη, μα δεν τη χάρηκε, δεν πρόλαβε… Η ιστορία ξεκίνησε να αποκτά ένα μυστηριώδες ενδιαφέρον, μα και πάλι δεν έλεγα να καταλάβω για τη δίψα. Τι σχέση είχε το ένα με τ’ άλλο;
- Η Ασπασία πέθανε στη γέννα. Θυμάμαι έντονα εκείνο το πρωινό. Ξυπνήσαμε απ’ τις φωνές της. Το περιμέναμε όμως, κι εγώ και όλο το χωριό. Ήταν φωνές χαράς. Περιμέναμε με αγωνία να μάθουμε τα νέα. Ήθελα να είμαι μαζί της, μα η μητέρα μου δεν μ’ άφησε. «Είσαι μικρή και απάντρευτη, δεν θέλω να φοβηθείς και να μη θες μετά να κάνεις δικά σου παιδιά», αυτά μου είπε και την άκουσα. Το κλάμα της Ευφροσύνης ακολούθησε το κλάμα του Δημήτρη, του άντρα της. Μα δεν ήταν κλάμα χαράς, ο Δημήτρης σπάραζε. Σκεφτήκαμε το χειρότερο για το μωρό… Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι συνέβαινε ακριβώς. Η ώρα περνούσε και κανείς δεν έβγαινε στο μπαλκόνι του δίπατου που έβλεπε στην αυλή μας, να μας πει δυο κουβέντες για το τι γινόταν. Θα πάω μέσα, μάνα, η Ασπασία είναι φίλη μιας ζωής, δεν αντέχω μες στην αγωνία. «Να κάτσεις εκεί που κάθεσαι», μου αποκρίθηκε. «Θα μάθουμε σύντομα τι συμβαίνει. Καλό ή κακό, θα το μάθουμε. Η Παναγιά να βάλει το χέρι της». Σε λίγο βγήκε έξω η μαμή, κατσουφιασμένη και δακρυσμένη. Έτρεξα κοντά της, τι τρέχει τη ρώτησα, ήθελα να μάθω τι συνέβη με την Ασπασία. «Γλυκό μου κορίτσι, η φίλη σου δεν ζει πια, μα γέννησε μια όμορφη κόρη. Να ζήσετε να τη θυμόσαστε». Η ψυχή μου γέμισε μαδημένες μαργαρίτες, σαν εκείνες που παίρναμε απ’ τον κάμπο για να μάθουμε αν μας αγαπούν. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως χάθηκε η Ασπασία.
Η γιαγιά ήπιε μια γουλιά απ’ το τσάι της και σκούπισε τα μάτια της. Το καρφωμένο μου βλέμμα, την έκανε να καταλάβει πως δεν μπορούσε τώρα να σταματήσει, έπρεπε να φτάσει στο τέλος της ιστορίας, να μου εξηγήσει τι πάει να πει δίψα.
- Η ζωή μου μαύρισε εκείνο το πρωινό. Θυμάμαι τη μάνα μου, σε μία από τις σπάνιες εκφράσεις στοργής της, να με αγκαλιάζει και να με φιλά. «Έτσι είναι η ζωή, κόρη μου». Έκλαιγα, έκλαιγα, τρεις μέρες. Πρώτα είδα το νεκρό της σώμα και μετά το βρέφος. Το θεωρούσα υπεύθυνο μέσα στο εφηβικό μου μυαλό. Ο Δημήτρης είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Ο πόνος τον χαράκωσε ανελέητα. Την αγαπούσε αληθινά την Ασπασία. Κι εγώ αγαπούσα την Ασπασία και την αγαπώ, πάντα θα την αγαπώ, γιατί συναντήθηκαν οι καρδιές μας τόσο όμορφα εκείνη τη δύσκολη για όλους εποχή και έγιναν δύναμη και κουράγιο, η μια καρδιά για την άλλη. Ένιωθα πως της χρωστούσα, πως δεν θα κατάφερνα ποτέ να ξεπληρώσω την αγάπη της…
Είχαμε μια μέρα στο σπίτι για αγιασμό τον παπα-Νικόλα, άγιος άνθρωπος, και του το είπα. «Καλό μου κορίτσι, αν θες να θυμάσαι πάντα την Ασπασία, κάθε Σάββατο να μην παίρνεις νερό απ’ την πηγή για να πιεις». Μου φάνηκε αστείο, σχεδόν πήγα να γελάσω, μα τον σεβάστηκα. Αυτός συνέχισε: «Οι άνθρωποι που δεν πρόλαβαν να ζήσουν έχουν ανεκπλήρωτες επιθυμίες, διψούν για ζωή και κάθε Σάββατο επιστρέφουν οι ψυχές τους, για να ξεδιψάσουν. Αν τα αγαπημένα τους πρόσωπα εκείνη τη μέρα δεν πίνουν νερό, καταλαβαίνουν ότι το φυλάνε για εκείνες και έτσι φεύγουν γαληνεμένες και καταπραϋμένες απ’ τον πόνο της στέρησης της ζωής. Καταλαβαίνουν πως τις θυμούνται ακόμα και χαμογελούν. Αυτό να κάνεις για τη φίλη σου την Ασπασία». Αυτά τα λόγια του παπα-Νικόλα τα κράτησα μέσα μου μια ζωή. Αλήθεια ή ψέματα, σωστά ή λάθος, εγώ τήρησα την υπόσχεσή μου. Ξαφνιάστηκα τόσο απ’ την ιστορία. Πραγματικά δεν μπορούσα να πιστέψω αυτά που άκουγα. Υπολόγισα τα χρόνια, ήταν παραπάνω από πενήντα… Μονάχα σιωπή για λίγο. Η γιαγιά ξυπνούσε διψασμένη τις Κυριακές για τόσα χρόνια, γιατί το νερό του Σαββάτου προοριζόταν για την Ασπασία. Την αγαπούσα, μα αυτή της η πίστη, ορθή ή παράλογη, στα λόγια του ιερέα, με έκανε να την αγαπήσω ακόμα πιο πολύ. Δεν είπαμε τίποτε άλλο για την Ασπασία και τα Σάββατα χωρίς νερό. Ένιωσε πως κατάλαβα τι γινόταν όλα αυτά τα χρόνια. Μονάχα τη ρώτησα:
- Αν σε χάσω ποτέ, θα ’θελες να μην πίνω νερό τα Σάββατα για να το βρίσκει η ψυχή σου;
Κι αυτή χαμογέλασε.
- Εγώ εκπλήρωσα τον χρόνο μου για δέκα ζωές με την αγάπη σου. Τα Σάββατα εσύ να πίνεις κρασί και να θυμάσαι την αγάπη μας.
Ιστορίες με Δαντέλα (Παράκεντρο, 2015).