Αν έχεις μέσα σου τη θάλασσα
-Είμαστε τυχεροί να βρούμε αυτή τη θέση, είπε ο παππούς.
-Δεν λες ευτυχώς που άδειασε κι αυτή την τελευταία στιγμή, χαμογέλασε η γιαγιά.
-Δεν είναι σωστό να σκέφτεσαι έτσι, θύμωσε ο παππούς. Λυπήθηκα πολύ που δεν άντεξε ο γερο- Θύμιος να 'ρθει μαζί μας.
-Κι εγώ λυπήθηκα μα πάλι μόνη μου με τη μικρή δε θα μπορούσα να πάω πουθενά, δικαιολογήθηκε η γιαγιά.
Είναι τρομερό, σκέφτηκα. Ο καημένος ο γερο Θύμιος που μου χάριζε παγωτά πέθανε κι η γιαγιά μου δε λυπάται καθόλου.
Η γιαγιά μού έσφιξε το χέρι.
-Γύρισε πίσω σου να δεις για τελευταία φορά το Βαρώσι, μου είπε. Βάλτο καλά στο μυαλό σου. Εδώ είναι το σπίτι μας, η εκκλησία, πιο κάτω το νεκροταφείο που θάψαμε τη μάνα σου.
Η γιαγιά έκλαιγε.
Γύρισα πίσω το κεφάλι μου κι έκανα ένα γύρο με τα μάτια μου.
-Τι είναι αυτές οι ανοησίες πάλι; είπε ο παππούς. Φεύγουμε μόνο για λίγες μέρες. Μόλις τελειώσουν οι φασαρίες θα γυρίσουμε αμέσως πίσω.
-Ξέρω τι λέω εγώ, είπε η γιαγιά. Αυτή μπορεί να γυρίσει πίσω. Εμείς όμως……
-Άμα είναι έτσι, τότε γιατί φεύγουμε; ρώτησε ο παππούς.
-Γιατί έχουμε ευθύνη απέναντί της. Πρέπει να την πάρουμε στη Λευκωσία να βρει τον πατέρα της.
-Έχεις δίκαιο, μουρμούρισε ο παππούς.
-Λοιπόν Μυρτώ, συνέχισε η γιαγιά. Εδώ σ' αυτή την αυλίτσα, η μάνα σου στόλιζε τις κούκλες της πάνω σ΄ ένα τραπεζάκι, κι ο γάτος της κυρίας Ευγενίας δεν της άφηνε ποτέ καμιά στη θέση της.
Έσφιξα την κούκλα μου στην αγκαλιά μου. Την κρατούσα σφικτά.
Η γιαγιά κρατούσε σφικτά ένα σακουλάκι. Την κοίταξα περίεργα.
-Θέλεις να δεις τι έχει μέσα ε; με ρώτησε
Έγνεψα: Ναι!. Ήταν γεμάτο με κάτι που γυάλιζε.
-Λίρες χρυσές! Είπε η γιαγιά. Προίκα της μάνας σου. Θα πας μ΄ αυτές να μορφωθείς, να γίνεις άνθρωπος.
Το λεωφορείο ξεφύσησε θυμωμένο.
-Χριστέ μου! Φεύγουμε! Σταυροκοπήθηκε η γιαγιά.
-Μη φοβάσαι παιδί μου! Θα ξανάρθουμε, της χτύπησε τον ώμο ο παππούς.
Η γιαγιά έκλαιγε με λυγμούς.
-Άνοιξε τα μάτια σου! μου φώναζε μέσα στους λυγμούς της. Εδώ είναι το σπίτι σου!
Γούρλωσα τα μάτια μου και με όσο φως μπορούσα να ρουφήξω αποτύπωσα την εικόνα της γειτονιάς μου. Το σπίτι μας, την εκκλησία, τους άσπρους σταυρούς.
Άρχισα κι εγώ να κλαίω.
Ο παππούς έβρισε χαμηλόφωνα.
-Να τι κατάφερες λιγόψυχη γυναίκα! Τώρα τι θα κάμουμε μ΄ αυτό το νιάνιαρο να κλαίει τόση ώρα;
Η γιαγιά του 'ριξε μια φαρμακερή ματιά και μ' έσφιξε στην αγκαλιά της.
-Κοίταξε παιδί μου, μου είπε. Εκεί κάτω είναι η θάλασσα. Θυμάσαι που σ΄ έπαιρνα κάθε πρωί να χτίσεις κάστρα στην άμμο;
Έγνεψα ναι!
Εκεί που θα πάμε δεν έχει θάλασσα. Μα εσύ την έχεις μες στο αίμα σου. Μμ! μωρό μου, είπε και μύρισε τα μαλλιά μου. Μυρίζεις ολόκληρη αρμύρα.
-Αχ! Παναγία μου, τι πάθαμε, μουρμούρισε ο παππούς. Παιδί μου, το πολύ μεθαύριο θα ΄μαστε εδώ σου λέω.
Το λεωφορείο ξεκίνησε για τα καλά. Η γιαγιά δεν ήταν σε θέση ν΄άκούσει. Έκλαιγε και μου έσφιγγε το χέρι τόσο, που ήθελα να κλάψω μα πάλι δεν έβγαινε φωνή από το λαρύγγι μου, ούτε δάκρυα απ' τα μάτια μου.
Προχωρούσαμε πολύ ώρα . Άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι μισόκλαιγαν ή συζητούσαν μεταξύ τους.
Ο παππούς, θυμωμένος ακόμα με τα «καμώματα» της γιαγιάς, διάβαζε περιοδικό. Η γιαγιά όλο σταυροκοπιόταν και κάτι μουρμούριζε. Κι εγώ στη μέση καθόμουν παγωμένη -ήταν ζέστη- μα ήμουν παγωμένη και κρατούσα σφιχτά την κούκλα μου.
Όταν φτάσαμε σ΄ ένα τόπο με δυο τρία δέντρα, κατεβήκαμε από το λεωφορείο και χωρίσαμε μικρές-μικρές παρέες.
Κάποιος μοίραζε γάλα και κουλούρια. Η γιαγιά άπλωσε χάμω δυο κουβέρτες και απλωθήκαμε μαζί με τα υπάρχοντά μας.
Οι τζίτζικες μού έσπαζαν τ΄ αυτιά. Το ράδιο ήταν αναμμένο. Δεν ξέρω τι έλεγε. Βαριόμουν.
Ήθελα να πάω σπίτι.
-Παππού! Θέλω να πάω σπίτι! μουρμούρισα.
-Αύριο χρυσό μου! Αύριο, μου απάντησε.
Παίξαμε με άλλα παιδιά κρυφτό. Άρχισε σιγά –σιγά να σουρουπώνει.
-Παππού! Θέλω να πάω σπίτι! Φοβάμαι! είπα λυπημένη.
-Αύριο ! Αύριο! με ησύχασε ο παππούς.
Μα τώρα μέσα στη νύχτα, η βεβαιότητα της φωνής του κλονίστηκε.
Είχε δίκαιο η γιαγιά ! Είχε δίκαιο η γιαγιά, είπα μέσα μου. Δε θα πάμε ποτέ πια σπίτι.
Έσφιξα πιο σφικτά την κούκλα μου στην αγκαλιά μου. Ήθελα να κλάψω, μα σιγά -σιγά το σπίτι, η εκκλησία, το νεκροταφείο, έγιναν μια λευκή σκιά, μια χιονοστιβάδα και σκέπασαν τα κουρασμένα μάτια μου.