Τρύπες
«Να μη με θάψεις!», της λέει, αφήνοντας το κρεβάτι να τον καταπιεί. Ο ήλιος συνεχίζει να φωτίζει τα υγρά του σεντόνια με κοφτερές χρυσές γραμμές. Οι γραμμές τον διαπερνούν. Πρώτη φορά πονάει τόσο. Οι νοσοκόμες συνεχίζουν να μετακινούνται στους διαδρόμους σαν φουτουριστικά άβουλα ολογράμματα. Κάτω, λοιπόν, από το κρεβάτι, βυθισμένος κυριολεκτικά στην σκοτεινή του τρύπα, καρφώνει το βλέμμα στον στρογγυλό άσπρο κύκλο πάνω απ’ το κεφάλι του, κι αν και προσπαθεί να πιαστεί από το τέλειο αυτό κομμάτι ταβανιού δεν καταφέρνει να σκαρφαλώσει προς τα πάνω. «Κόλαση, εσύ είσαι;», ρωτά σφίγγοντας τα μάτια, κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένα λεπτό ρυτιδιασμένο χέρι τον αρπάζει σαν γάτα απ’ το σβέρκο σηκώνοντάς τον και πάλι πίσω. «Ούτε να το σκέφτεσαι!», του λέει με καθησυχαστική φωνή, χαστουκίζοντάς τον ελαφρώς. «Σε παρακαλώ, μη με θάψεις κάτω απ’ τους σταυρούς τους!», της ξαναλέει, κι όσο ο χρόνος περνά μέσα σ’ εκείνο το μικροσκοπικό, σαν φούρνο μικροκυμάτων, δωμάτιο του νοσοκομείου, ο ήλιος συνεχίζει να φωτίζει τους ορούς και τους καθετήρες σαν λουλούδια. Το ζ κρέμεται σαν θηλιά απ’ το ταβάνι, το ω τον κοιτάζει σαν κώλος και το η μοιάζει με σκαμνί, παίζοντας παιχνίδια με τον αθεϊσμό του. Γλιστρά. Πέφτει ξανά στην τρύπα.
Καλοκαίρι. Κι οι δυο τους γύρω στα είκοσι. Ένα και μόνο πόδι να περπατά κάτω από μια φούστα, διασχίζοντας ρυθμικά το βρεγμένο γρασίδι, χοπχοπχοπ. Εκεί πάνω στο γρασίδι ψηλαφά τα δυο της πόδια για να σιγουρευτεί πως βρίσκονται στη θέση τους. Τα πιέζει μέχρι να πιάσει κόκαλο. Ο μυς, αντιδρώντας, τη σταματά. Εκείνος απορεί. Κι αυτή του δείχνει την κοπέλα με το ένα πόδι που μόλις τους προσπέρασε χωρίζοντας το πάρκο στα δύο, χοπχοπ, νανουρίζοντας με το τέμπο της τις πάπιες, χοπχοπχοπχοπ. Θυμάται τον εαυτό της να σηκώνεται όταν το πάρκο ερημώνει, θυμάται να βγάζει τα ρούχα της ένα ένα και να βουτά στη λίμνη, γυμνή, μαζί του.
«Μια ζωή να τα ψαχουλεύεις, τι κατάλαβες;», της λέει βλέποντάς την να ελέγχει τα γόνατα και τις κλειδώσεις του. «Μια μέρα θα τα σπάσεις με το μυαλό που κουβαλάς!», του απαντά τραβώντας τον και πάλι προς τα πάνω. «Τι σε νοιάζει αν τα σπάσω. Αφού πεθαίνω εδώ μέσα έτσι κι αλλιώς!», φωνάζει και χώνοντας τη μύτη του στο ζαρωμένο σβέρκο της αρχίζει ν’ αναπνέει δυνατά. Ξεχνά για λίγο την τρύπα. Ξεχνά και τη μυρωδιά αποσύνθεσης εκεί μέσα. Μυρίζει όμορφα, λες και δεν πέρασαν τριάντα και βάλε χρόνια, λες κι ο χρόνος-μπουλντόζα δεν τους καταπλάκωσε. Μυρίζει πανέμορφα. «Δεν θα σ’ αφήσω να πεθάνεις!», του λέει. Κοιτάζονται. Κάτι τους διαπερνά ακόμη σαν ηλεκτροσόκ, μόνο λίγο πιο αμυδρό, λίγο πιο μελαγχολικό, σαν κάτι τελευταίο. Αυτός ξαναγλιστρά, βυθίζεται και πάλι στην τρύπα του κρεβατιού του. «Τρύπα!», της λέει. «Άσε με να πεθάνω! Κουράστηκα!» Η τρύπα δεν απαντά. Η τρύπα είναι άψυχη.
Δεν θυμάται τη μέρα. Θυμάται μόνο την εποχή. Χειμώνας. Βαρύς. Κλαίει πολύ. Του λέει για εκείνο το σημείωμα που βρήκε στο σακάκι του. Έχει περάσει σχεδόν μια δεκαετία. Δέκα ολόκληρα χρόνια το κράταγε μέσα της. Το κράταγε κι εκείνος. Κλαίνε κι οι δύο. Κλαίνε πολύ.
Σέρνει έναν πλαστικό κουβά μέσα στο δωμάτιο. Έναν κουβά γεμάτο στόκο. Βγάζει λίγο-λίγο και να τον στοιβάζει πάνω στο κρεβάτι. «Τι κάνεις;», την ρωτά, κι αυτή τον σπρώχνει στην άκρη κι αρχίζει σιγά-σιγά να γεμίζει την τρύπα που όλο και μεγαλώνει. Εκείνος θέλει να της πει πως κάποιες τρύπες δεν κλείνουν με τίποτα, ό,τι και να κάνεις, όσο και να προσπαθήσεις, κάποιες τρύπες μεγαλώνουν τόσο που σε καταπίνουν. Εκείνη συνεχίζει να γεμίζει την τρύπα με στόκο, φέρνει κι άλλους κουβάδες, ιδρώνει, είναι πια γριά γυναίκα, δεν αντέχει άλλο, πιέζεται. Κάποια στιγμή κάνει μια μικρή παύση. Στέκει και κοιτάζει τον κουβά με τον στόκο, αντικρίζοντας τα ίδια της τα σωθικά. Τον αγαπά αρκετά για να τον σώσει; Κουνά το κεφάλι καταφατικά. Μια αχτίδα την αγγίζει στον ώμο. Κρατιέται από αυτή την αδύναμη αχτίδα και κατευθύνοντας το βλέμμα προς το παράθυρο συγκρούεται με τον ήλιο που πάει να δύσει.
Θα δύσει.
Σε λίγο θα δύσει.
Τη δική της τρύπα που μόλις άνοιξε, ποιος θα την κλείσει;
(Καζάνι, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2015)