Κατηγορία: Πεζογραφία
Έτος γέννησης: 1958
Τόπος γέννησης: ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ, ΚΥΠΡΟΣ
Σπουδές / σταδιοδρομία στον τομέα των γραμμάτων: Σπούδασα Οικονομικά στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Στατιστική στο University of Washington, Seattle, Washington state, USA
Διακρίσεις: Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το μυθιστόρημα «Όταν θα πέσουν τα μαύρα»
Εργογραφία:
(από τη συλλογή διηγημάτων «Ανεμόεσσα»)
Από την ώρα που έκλεισα το τηλέφωνο ήξερα ήδη πως αυτή η συνάντηση δεν θα ήταν για καλό. Συνάντηση σ’ ένα κτίριο με τέτοιο οικόσημο πώς να μου πάει καλά; Είμαστε τρία αδέλφια. Γιατί στους δυο σκαντζόχοιρους, ρε παιδιά; Πειράζει να συναντηθούμε στα τρία τριαντάφυλλα; Στα τρία αστέρια; Στα τρία δαχτυλίδια; Υπάρχουν τόσα και τόσα κτίρια στην πόλη με οικόσημα ταιριαστά για την περίπτωση μας. Ή μήπως στα τρία τσεκούρια, εκεί που τελειώνει η ανηφόρα της Νερούντοβα, περνάς τα σκαλάκια για το κάστρο κι αρχίζει η Ούβοζ; Όχι, όχι, αυτό μπορεί να ήταν επικίνδυνο. Δεν ξέρεις πώς μπορούν να επηρεάσουν αυτά τα σύμβολα καμιά φορά… Γιατί όμως όχι στις τρεις στρουθοκαμήλους, εκεί, κάτω από τη γέφυρα του Καρόλου; Στα τρία χέρια; Α! Αυτό θα ήταν το τέλειο· να συναντηθούμε στα τρία χέρια και να δώσουμε τα χέρια! Εκείνος φουρκίστηκε. Όπως κάνει πάντα δηλαδή άμα μιλάει σε μένα. Για τον Ρόμαν λέω, το μεσαίο μας. Εγώ είμαι ο μεγάλος, ο Τόμας, αν δεν έχεις καταλάβει τη φωνή μου. Ωρυόταν στο τηλέφωνο πως είμαι ηλίθιος και πως δεν διαλέγουμε το μέρος που θα συναντηθούμε ανάλογα με το κτίριο ή το οικόσημο που μας αρέσει αλλά πάμε εκεί που έχει το γραφείο του ο δικηγόρος. Εγώ όμως δεν διάλεγα κτίριο που να μ’ αρέσει. Γιατί αν θα έκανα κάτι τέτοιο, θα πρότεινα το κτίριο που έχει σαν οικόσημο τα δυο αρκούδια στην οδό Κόζνα. Αυτό είναι το οικόσημο που αγαπώ πιο πολύ απ’ όλα.
Τα σπούδασα καλά τα οικόσημα της Πράγας. Από μικρό παιδί, όταν μας τραβολογούσες στις δουλειές σου στην πόλη –δεν είχες εμπιστοσύνη έλεγες ν’ αφήσεις τους μικρούς στο σπίτι με μένα, το μεγάλο– πάντα μου γκρίνιαζες πως χασομερώ κοιτώντας τις στέγες και τον ουρανό σαν χαζό. Μα εγώ δεν κοιτούσα τις στέγες κι ότι έκανα να σου το εξηγήσω, εσύ θύμωνες ακόμα περισσότερο και με τράβαγες απ’ το χέρι να προχωρήσω.
Ναι, έλεγα πως τα δυο αρκούδια ήταν το αγαπημένο μου οικόσημο. Γιατί; Κυρίως γιατί με διασκεδάζει η πρόθεση του μάστορα να μας κοροϊδέψει. Δήθεν πως τα ‘φτιαξε να είναι όλα ωραία συγυρισμένα και συμμετρικά πάνω από την πόρτα, αλλά δεν είναι! Άμα καθίσεις λίγο χρόνο παραπάνω και προσέξεις το οικόσημο αντιλαμβάνεσαι το κόλπο του. Βασικά, το ένα αρκούδι είναι μια ιδέα πιο μεγάλο από το άλλο, ενώ εκείνοι οι δυο κύριοι που τα φυλάνε πρέπει να είναι πατέρας και γιος. Κι ας νόμισες στην αρχή πως ήταν δίδυμα αδέλφια. Υπάρχουν κι άλλες διαφορές· ένα λουλούδι παραπάνω από τη μια, ένα πέταλο λιγότερο σε κάποιο άλλο, τρελαίνομαι να παρατηρώ και να τις εντοπίζω. Ασύμμετρο ή όχι, πάντως, τα δυο αρκούδια, τ’ αφεντικά τους κι εκείνος ο ανθισμένος κήπος που περιβάλλει ζώα κι ανθρώπους, είναι σκέτη ομορφιά. Για όλα αυτά λοιπόν, θεωρώ το σπίτι στην Κόζνα ξεχωριστό.
Όμως… δεν ξεκίνησα να σου μιλώ για να σου πω για τ’ αρκούδια. Καμιά φορά είχες δίκιο που έλεγες πως δεν έχω συνειρμό. Δεν ήξερα τότε τι σημαίνει αυτό, μέχρι που μου εξήγησες εσύ πως πάει να πει πως πετάγομαι από το ένα θέμα στο άλλο. Τι άλλο να κάνω όμως αφού θέλω να μιλήσω για όλα;
Αυτό που ξεκίνησα να σου λέω, λοιπόν, είναι για τη συνάντηση με τ’ αδέλφια μου στους δυο σκαντζόχοιρους. Ό,τι κι αν τους είπα, δεν δέχτηκαν ν’ αλλάξουμε σημείο συνάντησης. Κι έτσι εκεί, στο γραφείο κάποιου Γιουντρ[1] Γιέζεκ βρεθήκαμε ξανά, μετά από δυο ολόκληρα χρόνια.
Ο Στέφαν, μου φάνηκε πως δεν άλλαξε καθόλου από τότε που είχα να τον δω. Του το ‘πα μα δεν έδειξε να χαίρεται ιδιαίτερα. Τώρα που το σκέφτομαι, γιατί να χαρεί; Άλλωστε τι είναι δυο χρόνια; Εικοσιτέσσερις μήνες όλοι κι όλοι. Κι εμείς να έχουμε, περασμένα τα σαράντα εκείνοι, τα πενήντα εγώ. Τι; Βρέφη είμαστε για να φανεί πάνω μας το πέρασμα δυο χρόνων; Κι εγώ ίδιος είμαι. Το βλέπω στον καθρέφτη κάθε πρωί. Ο Ρόμαν όμως… «Καλέ, πώς έγινες έτσι εσύ;» του είπα και παρεξηγήθηκε. Όχι πως είπε τίποτα, αλλά τον κατάλαβα εγώ. Ξέρω πότε εκνευρίζεται ο αδελφός μου. Πώς να κράταγα την έκπληξη μέσα μου όμως, έτσι όπως στρογγύλεψε κι έγινε σαν βαρελάκι; Δεν έχουμε και μπόι πανάθεμά μας, που έλεγε ο πατέρας. Ο ίδιος είχε· κάπου στο ένα μέτρο και ογδόντα. Όσον αφορά στα παιδιά σας όμως τον κέρδισες εσύ. Παρεξηγήθηκε. Ο Ρόμαν λέω. Γιατί, εκεί που άρχισε να λέει «και πώς χαθήκαμε βρε παιδί μου» και λάθος μας, τρία αδέλφια να μην είμαστε κοντά το ένα στο άλλο»… Όχι! Αυτό το είπε ο μικρός… Εν πάση περιπτώσει, όταν είπα στον Ρόμαν «πώς έγινες έτσι», γύρισε ανυπόμονα στον δικηγόρο και του ‘πε: «ν’ αρχίζουμε λοιπόν;»
Δύο ολόκληρα χρόνια χωρίς να συναντηθούμε. Βέβαια, στο τηλέφωνο, μιλήσαμε μερικές φορές. Και πάντα εκείνοι παίρνανε. Η αλήθεια να λέγεται. Δεν είχαμε βρεθεί όμως έτσι, μούρη με μούρη. Δύο χρόνια· από τότε που έφυγες εσύ. Είχες κάνει δέκα μέρες στο νοσοκομείο Τομαγιέροβα του Κρτς, τότε, θυμάσαι; Κι οι δυο τους είχαν έρθει να σε δούνε. Όταν όμως τους πήρα να τους πω πως έφυγες, «Τόμας…», μου είπε ο Στέφαν, «…θα πρέπει σαν μεγαλύτερος να αναλάβεις αυτά που πρέπει να γίνουν. Θα σ’ τα πούνε εκεί στο νοσοκομείο. Ξέρουν αυτοί τι γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Εγώ δεν τα μπορώ αυτά τα πράγματα. Ούτε κι ο Ρόμαν πιστεύω. Άντε αγόρι μου, είναι η τελευταία χάρη που σου ζητά η μάνα». Δεν μου είχες ζητήσει καμιά χάρη εσύ, μάνα, εδώ που τα λέμε, αλλά τι; Να μην δω πού θα πας; Πού θα είσαι από δω και πέρα; Πώς να γίνει δηλαδή; Να μην ξέρω πού να πάω για να σου μιλήσω; «Δώσε τόσα για το κρεματόριο και τόσα για το δικό μου τρέξιμο και θα τα φροντίσω όλα εγώ. Εσύ τράβα σπίτι και πες πώς όλα τελείωσαν», μου είχε πει εκείνος, το ψηλό παλικάρι, φροντιστής νομίζω πως ήταν. Καλέ, πώς να ‘λεγα τέτοιο πράγμα. Όχι, όχι! Να δω. Έπρεπε να δω, να ξέρω. Κι ευτυχώς δηλαδή που επέμενα, γιατί έτσι ανακάλυψα πως άμα ήθελα μπορούσα να σε κρατήσω μαζί μου. Πράγμα που ήθελα, δηλαδή. Τώρα σ’ έχω στο σπίτι και μπορώ να σου μιλάω, καλή ώρα, χωρίς να χρειάζεται να πάω πουθενά. Ειδικά το χειμώνα, αφού γυρίσω απ’ τη δουλειά και βάλω τις παντούφλες, δεν έχω όρεξη να βγω ξανά για τίποτα στον κόσμο. Άλλωστε, ποιος άλλος πέρα από μένα θα φρόντιζε σωστά το βάζο με τις στάχτες; Κι άμα το δίνανε να το φροντίζει κανένας απρόσεκτος; Να γίνει κανένα ατύχημα, όπως τότε ο Στέφαν μας, μικρός, που έσπασε το βάζο με το μέλι και τον μάλωσε ο μπαμπάς, και μετά… άντε βρες τη μαμά. Θα σκορπιζόσουνα στους πέντε ανέμους. Συγχώρα με που σου τα λέω έτσι μαμά, μα έτσι έχουν τα πράγματα.
Να! Αυτό δεν θυμήθηκα να τους πω! Θα πάρω τηλέφωνο τον Στέφαν. Αυτός ακούει καμιά φορά το μεγάλο του αδελφό. Δεν φεύγει η μάμα απ’ το σπίτι θα του πω. Τόσο όμορφα που την τοποθέτησα στο κομό κάτω από τον καθρέφτη, πουθενά δεν είναι καλύτερα για κείνην. Κάτω από τον καθρέφτη, εκεί που της άρεσε να κάθεται και να βουρτσίζει τα λιγοστά μαλλιά της με τις ώρες. Ίσως να του θυμίσω και το δικό του ατύχημα με το βάζο του μελιού.
Ο Στέφαν, όσο ήτανε μικρούλης, όλο μαζευόταν κοντά μου και ζήταγε παιγνίδια. Αυτός δεν μπορεί να ζήσει μόνος. Την αποζητάει την παρέα. Γι’ αυτό ίσως παντρεύτηκε νωρίς-νωρίς και ξεπέταξε τέσσερα παιδιά πριν προλάβει κανείς να καταλάβει τι έγινε. Παντρεύτηκε τη χρονιά που πήραμε τα δώρα. Στα είκοσι τρία του χρόνια. Τι χρονιά κι αυτή! Ανάσταση, φωνάζατε όλοι. Επιτέλους ήρθε η αλλαγή. Εγώ δεν είδα καμιά αλλαγή, για να πω την αλήθεια. Ταχυδρόμος ήμουνα, ταχυδρόμος παραμένω. Εκτός από τα δώρα, βέβαια! Αυτά πράγματι μας ήρθαν από το πουθενά. Ναι, αυτά ήταν σπουδαίο πράμα για σένα, μάνα. Με τα νοίκια που άρχισες να παίρνεις, αγόραζες φουστάνια μποτίνια, βαζάκια με κρέμες που μύριζαν σαν ανθισμένος κήπος κι ότι άλλο τράβαγε η ψυχή σου. Σ’ έβλεπα να χαίρεσαι και τρελαινόμουν κι εγώ απ’ τη χαρά μου. Άσκοπους έκρινα τους καβγάδες που έκανες με τ’ αδέλφια μου κι ας μην ζητούσε τη γνώμη μου κανείς. Εκείνοι να λένε πως έπρεπε να βάζεις κάτι στην άκρη για μια δύσκολη ώρα κι εσύ να επαναλαμβάνεις ακούραστα πως δεν είναι δα και τόσα πολλά τα χρήματα που παίρνεις. Όλοι οι νοικάρηδες είναι με ενοικιοστάσιο, έλεγες.
Τα είπα και τα λέω δώρα και μια φορά ο Ρόμαν λίγο έλειψε να με σκοτώσει, όταν μου πέταξε στο κεφάλι το βιβλίο που είχα αφήσει στο τραπέζι. «Πόσο ηλίθιο είπες να τον κάνεις ρε μάνα!» σου φώναζε, «Την περιουσία μας που για τόσα χρόνια κρατούσε δεσμευμένη το γαμημένο το κράτος, να την θεωρήσουμε τώρα δώρο και να τους ευχαριστήσουμε κι από πάνω;» Δεν καταλαβαίνω πολλά από τα οικονομικά, αλλά αυτό που ξέρω εγώ είναι πως τόσα χρόνια δεν είχαμε τίποτε κι εσείς βασανιζόσασταν με δυο μικρούς μισθούς να τα βγάλετε πέρα, ενώ από το 1990 είχες να λαμβάνεις νοίκια –ο πατέρας είχε ήδη πια πεθάνει– και ν’ αγοράζεις βαζάκια με αρωματικές κρέμες που τα στόλιζες κάτω από τον καθρέφτη, να, εδώ που κάθεσαι τώρα εσύ μέσα στο βάζο σου. Τα ‘δωσα στην κυρία Όλγα που ‘χει μαζί με τον άντρα της το μπακάλικο στο ισόγειο της πολυκατοικίας μας. Καταχάρηκε. Τι να τα ‘κανα εγώ τα βαζάκια; Γυναικεία πράματα! Αυτό μου φαίνεται πως στο ‘χω πει ξανά.
Ο Ρόμαν δεν έμοιαζε στον Στέφαν, θυμάσαι; Από πάντα ήθελε την ησυχία και την ηρεμία του. Από μικρό παιδί γκρίνιαζε πως η συμβίωση στο ίδιο δωμάτιο μ’ ένα νιάνιαρο (αυτός ήταν ο Στέφαν) κι έναν ηλίθιο (αυτό το έλεγε για μένα), είναι μια άδικη τιμωρία, αλλά εσύ με τον μπαμπά δεν κάνατε καμιά άλλη κίνηση εκτός από το να τον αποκαλείτε γαλαζοαίματο. Κι αυτός, έχωνε μπαμπάκι στ’ αυτιά του και γύρναγε στα μαστορέματά του. Όλο κάτι μαστόρευε αυτό το παιδί. Ξήλωνε, ξανάδενε, χάλαγε και δεν μπορούσε να τα ξαναφτιάξει, συνέχεια πάντως κάτι πασπάτευε στα χέρια του. Μόλις, πάντως, έβγαλε τη σχολή κι έγινε εργοδηγός στην Μέτροσταβ –στα 20 ήταν τότε και τα δώρα δεν είχαν έρθει ακόμα– έπιασε δικό του δωμάτιο και ησυχάσαμε όλοι. Δεν γινόταν βέβαια κι αλλιώς γιατί η δουλειά του ήταν σ’ άλλη πόλη.
Όσο για μένα, ε, σίγουρα μ’ άρεσε πιο πολύ τότε που ήμασταν κι οι τρείς μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Κι ας έτρωγα τα μαξιλάρια τους στη μούρη κάθε φορά που άρχιζα να τους περιγράφω την ταινία που είδα στον κινηματογράφο. Ας είναι καλά η φίλη μου η Εύα, τη θυμάσαι; Μαζί πηγαίναμε στο Σόκολ[2], δυο ορόφους πιο πάνω από το θέατρο. Ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου, φίλος των γονιών της, μας άφηνε να βλέπουμε τζάμπα τις ταινίες. Αυτό ήταν πράγματι υπέροχο! Εκείνη τρελαινόταν να βλέπει ξανά και ξανά τις ταινίες της οικογένειας Χομόλκα[3], εγώ όμως θύμωνα που διασκέδαζε ξέροντας πως ο παππούς όπου να ‘ναι πεθαίνει.
Εσύ μάνα πάντως μ’ αφήνεις να σου διηγούμαι την υπόθεση του έργου. Όχι μόνο τώρα που κάθεσαι στο βάζο. Και τότε· όσο έτριβες τη μπουγάδα στη μεγάλη σκάφη, εγώ καθόμουνα στην άκρη της μπανιέρας κι έλεγα. Όχι όλα. Άμα ήταν για φιλιά και τέτοια πράματα, τα προσπερνούσα και προχωρούσα πάρα κάτω. Ούτε τώρα σ’ τα λέω αυτά. Σαχλαμάρες!
Τ’ αδέλφια μου ποτέ δεν ερχόντουσαν μαζί μας στον κινηματογράφο, ούτε κι αργότερα μαζί με μένα, όταν πια η Εύα είχε άλλους φίλους. Έλεγαν πως δεν τους άρεσαν τα έργα που διάλεγα. Μετά βέβαια φαίνεται πως άλλαζαν γνώμη γιατί πολλές ήταν οι φορές που έβλεπα στα γραφεία τους διπλωμένα τ’ αποκόμματα των εισιτηρίων από ίδια έργα που είχα δει προηγουμένως εγώ. Τότε, λέω, που μέναμε ακόμα όλοι μαζί.
Όμως, αυτό που ήθελα να σου θυμίσω, είναι πως τη χρονιά που πήραμε τα δώρα είχαν και οι δυο ήδη φύγει απ’ το σπίτι. Έτσι, όταν μετακομίσαμε σε τούτο δω το τριάρι του δεύτερου ορόφου –«επιτέλους ελεύθεροι να διαλέξουμε μόνοι το μέγεθος του σπιτιού μας», έλεγες αν και δεν μπορούσα να καταλάβω τη λογική σου: λιγότερα άτομα, μεγαλύτερο διαμέρισμα; –τακτοποιηθήκαμε στα δυο υπνοδωμάτια, ένα για τον καθένα από τους δυο μας, ενώ στο σαλόνι δεν κοιμόταν πια κανείς. Αυτό λοιπόν το διαμέρισμα δεν ήταν ποτέ το δικό τους σπίτι, κι ίσως γι’ αυτό ο Στέφαν κι ο Ρόμαν δεν μπορούνε να με καταλάβουνε.
Είμαι λίγο μπερδεμένος με όσα μου έλεγε ο δικηγόρος, μια έτσι και μια αλλιώς. Μετά λένε για μένα πως αλλάζω συνέχεια θέμα. Πρώτα μου είπε να χωρίσουμε στα τρία ονόματα την περιουσία που μας αφήσατε εσείς. Σήκωσα τους ώμους. Τι τα θέλω εγώ τα μεγαλεία; Παιδιά σκυλιά δεν έχω. Ας μείνουν όλα έτσι, είπα. Όχι, μου είπαν εκείνοι. Να ‘ναι καθαρά τα πράγματα μεταξύ μας. Μπορεί εγώ να μην έχω δικιά μου οικογένεια, αλλά οι ίδιοι γίνανε λέει τώρα πολλοί και δεν είναι σωστό να αφήνουμε εκκρεμότητες. Τότε είπα, καλά, εγώ θέλω μόνο το σπίτι που μένω. Κι εκεί μπερδεύτηκα. Όχι λέει ο δικηγόρος· για σένα είναι καλύτερα να πάρεις το σπίτι στην Παλμόβκα, να ειδοποιήσουμε και το ζευγάρι που μένει πως πρέπει να φύγουν για να μετακομίσεις. Όλα τα ήξερε ο γιουντρ Γιέζεκ.
Μα εγώ δεν τη θέλω καθόλου την Παλμόβκα. Σας τη χαρίζω. Όχι έλεγε αυτός. Η πολυκατοικία που μένετε τώρα δεν χωρίζεται εύκολα στα τρία. Πάρε εσύ την Παλμόβκα να πάρουν οι άλλοι δυο την πολυκατοικία. Αυτός έλεγε. Οι άλλοι δυο μόνο κοιτιόντουσαν πού και πού, και μετά γύρναγαν στα χαρτιά που είχαν μπροστά τους. Εγώ δεν θέλω τίποτε άλλο εκτός από το διαμέρισμα που μένω, δήλωσα κατηγορηματικά. Όλα τα’ άλλα, κι η Παλμόβκα μαζί, χάρισμά σας. Εκεί ακριβώς είναι που μπερδεύτηκα εντελώς γιατί τότε είναι που ο Στέφαν είπε πως η πολυκατοικία θα πουληθεί. Σκέφτηκα λίγο και σήκωσα τους ώμους. Καλύτερα, είπα. Θα ‘χω επιτέλους και κάποιες άλλες ψυχές να με συντροφεύουν εκτός απ’ αυτή της μάνας. Αυτό το είπα, γιατί κάθε φορά που άδειαζε ένα διαμέρισμα τον τελευταίο χρόνο, τ’ αδέλφια μου επέμεναν να το αφήσουμε άδειο μέχρι να βάλουμε μπρος να το ανακαινίσουμε κι έτσι όπως η ανακαίνιση δεν έγινε ποτέ, καταλήξαμε στην πολυκατοικία να μένουμε εμείς οι δυο, η Κάτκα η κομμώτρια στον πρώτο και το μπακάλικο στο ισόγειο. Μα για να πουληθεί πρέπει να φύγετε όλοι είπε βραχνά ο Ρόμαν κι εγώ τον κοίταξα απορημένος. Το δικό μου δεν θέλω να το πουλήσω, απάντησα. Και τότε ξεκίνησε νέος κύκλος. Δεν έχει δικό σου και δικό μου. Όλα είναι όλων. Αυτά τα είπε ο Στέφαν. Κι εγώ τα άλλα σας τα χάρισα, απάντησα. Όχι όμως αυτό που μένω. Ο Ρόμαν έκανε να φύγει, αλλά ο Στέφαν τον κράτησε. Μην ξαναρχόμαστε Ρόμαν, του είπε. Τώρα στη βράση. Ποια βράση έλεγε δεν κατάλαβα αμέσως. Τόμας, είπε γυρνώντας σε μένα. Βρέθηκε αγοραστής για ολόκληρη την πολυκατοικία. Πρέπει να την παραδώσουμε άδεια. Πού προτιμάς να πας, στην Παλμόβκα ή να σου νοικιάσουμε κάποιο άλλο διαμέρισμα εκεί κοντά που μένεις τώρα; Το νοίκι θα το πληρώνουμε εμείς. Και η Παλμόβκα θα γραφτεί σε σένα. Αν δεν πας να μείνεις εκεί, θα παίρνεις πάντως εσύ το νοίκι. Σύμφωνοι;
Είχα κουραστεί. Μερικές φορές, κάτι που για τον ένα είναι απλό, στους άλλους φαίνεται βουνό. Ξεκίνησα λοιπόν από την αρχή μιλώντας αργά. Δεν θέλω να φύγω από το σπίτι που μένω. Δεν έχεις επιλογή, μου είπε ο Ρόμαν. Πώς δεν έχω; Θα μου πάρει το σπίτι αυτός ο κύριος που λέτε με το ζόρι; Μα η πολυκατοικία θα χωριστεί και θα περάσει στα δυο αδέλφια, απάντησε ο Γιούντρ, φτάνει να υπογράψετε εδώ. Η σύμφωνη γνώμη σας μόνο λείπει. Σύμφωνη γνώμη άμα συμφωνώ, σωστά; Ξανά ο Στέφαν: Μα Τόμας, τζάμπα θα μένεις σε άλλο διαμέρισμα. Όπου το θέλεις και όσο μεγάλο το θέλεις. Εκεί έπρεπε να πω και για σένα μαμά. Πώς ούτε εσύ μπορείς να φύγεις. Είναι το σπίτι σου. Το σπίτι μας. Εκεί θα τελείωναν όλα καλά πριν θυμώσει ο Ρόμαν και μου πετάξει τα χαρτιά στα μούτρα και σηκωθεί και φύγει.
Λίγα λεπτά αργότερα τον ακολούθησε κι ο Στέφαν κι έμεινα μόνος να κοιτάω τον Γιουντρ. Μάνα, πίστεψε με, πρώτη φορά στη ζωή μου ήμουν αγενής! Λυπάμαι και μετανιώνω που δεν βρήκα πιο ωραίο τρόπο να τον σταματήσω, γιατί αυτός, λες και δεν έφυγαν τ’ αδέλφια μου, συνέχισε από κει που σταμάτησε, αλλά… πώς να σ’ το εξηγήσω… ένιωθα προσβεβλημένος. Μου μίλαγε λες και είχε να κάνει με χαζό! Ξέρεις πώς ένιωσα; Όπως άμα μου μίλαγε ο καθηγητής των μαθηματικών. Θυμάσαι που ερχόμουνα στο σπίτι κι έκλαιγα; Όχι πως έκλαψα κι ετούτη τη φορά, μα να, θύμωσα το ίδιο πολύ. Μα να μου πει πως δεν είμαι σε θέση να αντιληφθώ πώς έχουν τα πράγματα; Δηλαδή πώς δεν είμαι; Πώς το εννοεί αυτό; Δεν ξέρω εγώ ποιο είναι το σπίτι μου και ξέρει αυτός; Σπίτι λέει δεν είναι τα ντουβάρια και τα ταβάνια. Πως σπίτι είναι όπου είναι η καρδιά. Του το ‘πε λέει κάποιος Ρωμαίος φίλος του. [4] Και πως κάνω σαν μωρό παιδί. Κι ακόμα, πως άμα μετακομίσω τα ίδια έπιπλα, ούτε που θα καταλάβω τη διαφορά από σπίτι σε σπίτι. Ρε μάνα, πες: Κουταμάρες δεν είναι όλα αυτά; Αφού η δικιά μου καρδιά κι η δική σου ψυχή είν’ εδώ μέσα. Γίνεται να τις μετακομίσω; Μετά πήγε να μου πει πως δεν είμαι πατριώτης αφού δεν ξέρω τι λέει ο εθνικός μας ύμνος και πως όλη η χώρα, οπουδήποτε και να βρίσκομαι στην Τσεχία, είναι το σπίτι μου.[5] Ε! Πήρα κι εγώ το κουτάκι με την κόκα κόλα που μου είχε προσφέρει κι έφυγα χωρίς να τον χαιρετήσω. Έφτασα στο ασανσέρ κι έλεγα να γυρίσω πίσω. Ένα αντίο έπρεπε να το πω. Το ξέρω πως θα με μάλωνες αν μπορούσες να μου μιλήσεις.
Δεν γύρισα. Ήρθα κατευθείαν να βρω ξανά την καρδιά μου και να σου τα πω.
[1]JuDr: Ακαδημαϊκός τίτλος που αποδίδεται στους δικηγόρους
[2]Sokol: Κίνημα που ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αιώνα από την Πράγα και εξαπλώθηκε σε πολλές σλάβικες περιοχές δημιουργώντας οργανώσεις με στόχο την προώθηση ομαδικού πνεύματος σε συνδυασμό με την καλή φυσική κατάσταση.
[3] Μια τριλογία κωμικών, σατιρικών κινηματογραφικών έργων του Τσέχου σκηνοθέτη Γιάροσλαβ Παπόουσεκ από τη δεκαετία του ’70, που άφησαν εποχή στη ιστορία του τσέχικου κινηματογράφου.
[4] «Σπίτι είναι όπου είναι η καρδιά», Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, 23-79 μ.X., Ρωμαίος φυσιοδίφης.
[5] Στίχοι του εθνικού ύμνου της Τσεχίας: «Πού είναι το σπίτι μου, πού είναι το σπίτι μου; Το νερό κελαρύζει μέσ' απ' τα λιβάδια. Τα φύλλα των πεύκων θροΐζουν πάνω απ' τους βράχους. H άνοιξη ανθίζει και λάμπει πάνω από τα δέντρα. Έναν παράδεισο βλέπει κανείς πάνω στη γη! Κι αυτή είναι η όμορφη χώρα, η τσέχικη γη, το σπίτι μου, η τσέχικη γη, το σπίτι μου!»