Οι τελευταίες στιγμές του μελλοθάνατου
Θ’ αδράξω κι απόψε τα χαμόγελά σας,
θα σιγοτραγουδήσω κι απόψε
τον καημό της Ροδαφνούσας.
Η οδύνη των λευκών ονείρων,
που πόθησα μες στ’ ανοιξιάτικο πρωινό τ’ Απρίλη
θα ’ρθει κι απόψε να καθίσει
στα κάγκελα του παράθυρου,
θα ’ρθει κι απόψε
σ’ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο της υποταγής μου,
σ’ αυτό το υγρό κελί του μελλοθάνατου.
Τώρα, όλοι είμαστε το ίδιο
- μια χούφτα άνθρωποι που σκιρτάνε στο φως -.
Τώρα, κυριαρχεί
μονάχα αυτή η μονότονη σιωπή
κι οι χιλιάδες υποψίες της νύχτας,
μονάχα αυτή η ανήξερη γαλήνη
και το ικρίωμα της αγχόνης που περιμένει.
Τούτες τις ώρες όλους σας σκέφτομαι,
τούτα τα τελευταία δευτερόλεπτα της ύπαρξής μου
νιώθω τους παλμούς της καρδιάς σας
να συγχρονίζονται με τους δικούς μου.
Βουτηγμένος μες στα προδομένα συνθήματα
της Πατρίδας,
αφουγκράζομαι για μια στιγμή τ’ όνομά της,
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α.
Δεν έχω μολύβι να της γράψω
μια αράδα παράπονα.
Μονάχα λίγο απ’ το αίμα μου
κι ένα κομμάτι ξεσχισμένο πουκάμισο,
μονάχα λίγες αντηλιές στον τοίχο
και τα βαριά βήματα των στρατιωτών στον διάδρομο.
Είναι πανώριο αυτό το παραμύθι
που διαλέξαμε,
μα είναι κλειστές οι πόρτες
και η καρδιά μπηγμένη στο σίδερο.
Εγώ, ίσως να μην βρίσκομαι μεταξύ σας απόψε,
ίσως να μ’ απογυμνώσει τούτο το σχοινί
που το κρέμασαν τόσο επιδεικτικά στην απέναντι κάμαρα.
Δεν έχει σημασία.
Το λιθάρι που κτίστηκε σήμερα
είναι κομμάτι ελπίδας,
ένα διάφανο καύχημα αντρείας
στα γκρεμισμένα ημιθόλια των συνειδήσεων.
Αύριο,
θα με ρίξουν χωρίς μια κουβέρτα
στα φυλακισμένα μνήματα,
Αύριο,
θα το μάθουν οι σύντροφοι στο βουνό
και θα κεραστούν μια κούπα κρασί κυπριώτικο.
Αύριο,
θα το μάθει η αγαπημένη
και θα μου σιδερώσει τ’ άσπρο πουκάμισο,
θα μ’ ανάψει μες στην καρδιά της
ένα μισολειωμένο κερί νοσταλγίας
και θα τρέξει στους δρόμους
να μοιράσει τις προκηρύξεις
και τα συνθήματα.
Δεν θα δακρύσει καν.
Δεν ταιριάζουν τα δάκρυα
σ’ αυτούς που δεν πέθαναν ποτέ,
σ’ αυτούς που χάραξαν μέσα στο άπειρο
ένα ιριδόφωτο μονοπάτι μεγαλοσύνης.
Ησυχία,
κοντεύουν οι στιγμές που θ’ ακούσω το πρόσταγμα
- Εμπρός πάμε!!
Κοντεύουν οι κτύποι της καρδιάς μου να εκραγούν,
τα δευτερόλεπτα να σταματήσουν για πάντα.
- Είμαι έτοιμος!!
Νιώθω την αποθέωση του λυτρωμού
να γεμίζει αυτό το μπουντρούμι
με χιλιάδες ψιθυρίσματα Αγγέλων.
Εγώ θα φύγω τούτη την ώρα,
αφήνοντας σ’ όλους εσάς
την ψίχα των ήλιων
να σκορπίζει τις πρώτες αχτίδες
που άνοιξαν τον δρόμο,
τις πρώτες λησμονημένες αχτίδες
που θα σας χαρίσουν το αιώνιο ΦΩΣ.
(Το ποίημα είναι γραμμένο για τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη το 1974 και δεν
περιλαμβάνεται σε καμιά ποιητική συλλογή)