Η Γεωργία Καραολή ξεκίνησε την ακαδημαϊκή της πορεία με πτυχίο Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, συνέχισε στο University of Essex με Μεταπτυχιακό Τίτλο στην Ψυχανάλυση(Βρετανική Φροϋδική Σχολή) και Μεταπτυχιακό στην Συμβουλευτική Καριέρας και Εκπαίδευσης.
Παράλληλα με τις σπουδές της ξεκίνησε την πορεία της ως αυτοδίδακτη εικαστικός, καθιερώνοντας το δικό της προσωπικό στυλ, ένα αμάλγαμα από στοιχεία artnouveau, βυζαντινής εικονογραφίας, ψυχεδελικής τέχνης και εικονογράφησης παραμυθιών. Είναι μέλος της ΕΝ.Α.Ζ (Ένωση Αυτοδίδακτων Ζωγράφων) Κύπρου από το 2008 και έχει στο δυναμικό της μια προσωπική έκθεση (2014) κα πληθώρα συμμετοχών σε ομαδικές εκθέσεις-έργα.
Ζει και δραστηριοποιείται στην Λευκωσία (2023), όπου διδάσκει «Επικοινωνιακές Δεξιότητες» στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστήμιου Λευκωσίας, σχεδιάζει και διενεργεί εκπαιδεύσεις σε θέματα που αφορούν το «ευ ζην», την προσωπική ανάπτυξη και την δημιουργικότητα,ετοιμάζει υλικό για την επόμενη προσωπική της έκθεση και φυσικά γράφει.
“(…)Εκεί γέννησε το πρώτο της παιδί.
Μία νύχτα με εκτυφλωτική πανσέληνο, γεμάτη ζάλη καιπαροξυσμό. Έγραψε την τελευταία λέξη και πίεσε με τόσοπάθος με την πένα της το ακριβό χοντρό χαρτί, που τοπλήγωσε ανεπανόρθωτα, βαθουλώνοντας για πάντα τιςσελίδες από αυτό το τελευταίο σημείο στίξης. Σήκωσε τοβλέμμα της ψηλά στον ουρανό και άκουσε τα κόκαλα καιτους μυς της στους ώμους και στον αυχένα της να βρυχώνται και να κροταλίζουν από την πολύωρη ακινησία. Με ταμακριά της δάκτυλα πίεσε τα ριζά του αυχένα της, μέχρι ναπονέσει. Όλο της το κορμί είχε κλειδωθεί στη στάση τουπροσκυνητή που σκύβει για να ασπαστεί με ευλάβεια τοθείο δώρο του λόγου. Από τα βάθη της κοιλιάς της βγήκεμια καθαρτική εκπνοή, με ένα λυγμό τόσο βαθύ που έμοιαζε με ερωτικό κάλεσμα. Έγραφε για τρία μερόνυχτα σχεδόνακατάπαυστα.
Μέσα από το ομιχλώδες τοπίο, ξεπρόβαλε η κοιλιά ενόςτερατώδους, πελώριου κόκκινουφεγγαριού. Το είχε ξαναδεί αυτό το φεγγάρι η Κλάρα σε έναν από τους πυρετώδειςεφιάλτες των εφηβικών της χρόνων, τότε που το μυαλό τηςαπασχολούσαν μόνο το σεξ και το φευγιό. Αν τρυπούσεεκείνο το φλογισμένο φεγγάρι με μία καρφίτσα, θα έπαιρνεόρκο ότι από μέσα του θα ξεπετάγονταν δράκοι με φλογισμένες ανάσες και πηχτή λάβα.
Έσκυψε ξανά πίσω στο νεογέννητο παιδί της και με ένααπαλό άγγιγμα πέρασε τα κουρασμένα της δάκτυλα πάνωαπό την τελευταία της σελίδα με τόση προσήλωση, κλείνοντας τα μάτια, λες καιπροσπαθούσε να διαβάσει με τημέθοδο Μπράιγ. Και τότε, μία άγρια χαρά την κατέκλυσεκαι η κούραση από το κορμί της διαλύθηκε όπως το αλάτι στο ζεστό νερό. Η πρώτη της συλλογή με τις λυρικέςιστορίες αγάπης και τα διαδοχικά κεφάλαια ωμότητας. Τομυτερό μέρος από τα βέλη του έρωτα. Ο λυρισμός ήταν δικός της και ο κυνισμός δικός του. Ο πιο πολύτιμος φόροςτιμής στον πιο αγαπημένο αγαπητικό της. Τα βιβλία τηςήταν μυστικά το αμάλγαμα των δύο τους. Όπως τα δέντραπου μεγαλώνουν μαζί και οι κορμοί και οι ρίζες τους μπλέκονται, μέχρι που καταλήγουν να γίνονται ένα.(…)”
(Βιβλίο «Πως να εξημερώνετεΑιθέρια Πλάσματα», κεφ. 11 «Οκτώβριος 2011: Άγγελος Αποστάτης», σελ 203-204.)
“(…)Ήταν τέλητουΟκτώβρη και έκανε πολύκρύο. Πάντα τουάρεσετορομαντικό ψύχοςτης αγγλικήςεξοχής. Έθρεφε τα περιβόητα εγγλέζικα τριαντάφυλλα και τρυπούσε τα μακριάτουκόκαλα τιςμικρέςώρες. Και εκείνος υπέφερεγλυκά, ο πόνοςτου υπενθύμιζε πωςκάπου βαθιάμέσα τουήταν ακόμηζωντανός. Απόψεόμωςήταν διαφορετικά... Από τηνένταση, τονείχε πιάσει πονοκέφαλος.
Αναθεμάτισε τον εαυτότου πουδενείχε προνοήσει να χώσειμεςστιςτσέπες του, εκτός από την πρόσκληση, και κανένα φλασκί μερούμι ή τουλάχιστον Southern Comfort. Προτιμούσε τα γλυκά ποτάόταν ήταν σεκίνηση. Τοουίσκιήταν για τις προσεγμένεςώρεςτηςμοναξιάς, όταν σκεφτόταν ή όταν έπαιζε πιάνο, μπίρα με παρέα και τσιγάρα, κρασί μετο φαγητό, νερόόταν βαριόταν.
Θυμήθηκε τα επικάμεθύσια πουέκανε φοιτητής, στην προσπάθειά του να αποφύγει περίπλοκες σκέψεις και μπουρδουκλωμένα συναισθήματα. Τότεοιμώλωπες τηςψυχήςτουήταν ακόμη πολύνωποί για να τους αγγίξει. Χώρια πουήταν πιοδειλός και από κοτόπουλο... Εκείνος και τα παιδιά από τοσυγκρότημα στηνΑγγλία πίστευαν ακράδαντα στηθεωρία «Τοτρίχωμα τουσκύλου». Η θεωρία υποστήριζε πωςγια να καταπολεμήσεις τα συμπτώματα του χανγκόβερ έπρεπε να πιείςλίγο από τοίδιο ποτό πουσουέφερετομεθύσιτην προηγουμένη. Προερχόταν από έναν παλιόσκωτσέζικο αστικόμύθο, πουέλεγεότι αν σεδάγκωνεσκυλί, έπρεπε να πάρειςτρίχες από πάνωτου και να τιςτρίψειςστην πληγήγια να αποφύγειςτημόλυνση. Τρίχες και γελοιότητες, σκέφτηκε ο Ρήγας, χαμογελώντας πικράστηθύμησηεκείνωντωνόμορφων, μεςστην παραζάλητους, χρόνων.
Τοίδιογελοίοήταν πωςστα είκοσίτουςνόμιζαν πωςήξεραν τι πάει να πει ανυπόφορο χανγκόβερ. Γύρωστα τριάντα παράέζησετοχειρότερο χανγκόβερ τηςζωήςτου.
Στηνηλικία δηλαδή πουφτάνειςστην πικρήσυνειδητοποίηση ότιτοκορμίσουδενείναι πλέονμία άτρωτημηχανή που μασάεισίδερα. Τώρα πλέον, στα σαράντα, ήξερεμε απόλυτη βεβαιότητα πως κανείςδενξέφευγεσώος και αβλαβής από τα βασανιστήρια της αυτό-καταστροφής.
Το βλέμμα τουσυνάντησε επιτέλουςφώτα. Είχεδρόμοόμως ακόμη μπροστάτουγια να τα φτάσει. Γέμισε τα πνευμόνια μεμία γενναία δόση από παγωμένο, υγρό αέρα. Συνέχισετηγραμμική πορεία τουάγαρμπα, μεσυρτόρυθμό και απόκοσμο, σαν υπνοβάτης. Ψηλός, αδύνατος και καμπούρης, έμοιαζε μετονερημίτητων Led Zeppelin και τοκρεμαστό φανάριτου.
Το πυκνό, υγρόδάσος επιτέλουςάνοιξε τα σαγόνια του και τονξέρασε μπροστάσεένα εξαίσιο σπίτιμεφωταγωγημένη αυλή. Τυφλώθηκε από το απότομοθάμβος, μα
υπάκουα το ακολούθησε σαν πειθήνιοκουτάβι. Πλησίαζε πιοκοντάσεεκείνη. Τηνένιωθε. Ανέκλεινε τα μάτια, ήταν πεπεισμένοςότι θα μπορούσε να ακούσειστα αυτιάτου
τον παλμότης. Ήταν βέβαιος πως θα την έβρισκεμέσα στα έγκατα τουφωτός, να τον περιμένει.
Άνοιξε προσεχτικάτην αυλόπορτα. Τουγραμένο κάγκελοέτριξε και εκείνος ανατρίχιασε από τονήχοτηςσκουριάς. Συνήλθεγια λίγο και μπόρεσε να καθαρίσειτο βλέμμα του, βγήκε από τονκόσμοτωνσκέψεων. Ανακάλυψε ότι η αυλήήταν γεμάτηκόσμο. Τρόμαξε λίγο· εσωστρεφήςφύση, τα πλήθη πάντα τουέφερναν ακούσια αποστροφή. Μα δεν πτοήθηκε, συνέχισετην πορεία του προςεκείνη.
Η απαλή αισθησιακή μουσική αγκάλιαζε τα γέλια και τιςομιλίεςτων καλεσμένων, ποτήρια τσούγκριζαν εύθυμα, τακούνια σπιρούνιζαν με αλογίσια αυταρέσκεια το πεζοδρόμιο, υφάσματα θρόιζαν φιλήδονα κάτω από το βάρος αβρών αγγιγμάτων.
Από το βάθος, μπόρεσε να ακούσειτη βελούδινηφωνήτης ΜπεθΓκίμπονς των Portishead, πουεκλιπαρούσε ξέπνοα μετοτραγούδι τηςκάποιον επίδοξοεραστή «να τηνκάνει να νιώσειγυναίκα». Ήθελε να τουτοτραγουδούσε εκείνη ξανά αυτότοτραγούδι... Και εκείνος να εκπλήρωνε τις επιθυμίεςτης και να τηνέκανε να νιώσειγυναίκα.
Έσφιξετηγροθιάμεςστηντσέπη του, νόμισε πωςγια μία στιγμή η παλάμητουγέμισεμεδροσερόγυναικείο μαλλί.
Θυμήθηκετην πρώτηφορά πουτου επιτράπηκε να την αγγίξει. Τοκεφάλιτηςμύριζε αραβικόγιασεμί, καθαριότητα και ζεστήγυναικεία σάρκα. Τηςχάιδεψεμετρυφερότητα τη χαίτη, σαν να χειριζόταν κάτω από τα δάκτυλάτουένα μικρόζωάκιμε μαλακάκόκαλα.
Χρόνια πεταμένα...
Έσφιξε τα δόντια τουμε βία, δαγκώθηκε. Ένιωθε τα μάτια του να καίνεμέσα στιςκόγχεςτους και τα αυτιάτου να βουίζουν, τους παλμούςτου να καλπάζουν. Θυμήθηκετιςχιλιοφθαρμένες, άθλιεςστρατιωτικές μπότες πουφορούσεστιςροκσυναυλίες και ένιωσενοσταλγία. Μακάρι να μπορούσε να διακτινιστεί τώρα στημέσητου πουθενάσεένα
λασπωμένογήπεδο, να χοροπηδάει στημελωδία κάποιας ηλεκτρικήςκιθάρας. Άγνωστοςμεταξύ αγνώστων. Ελεύθερος... Μαζίτης.
Την έβλεπε από μακριά να έρχεται προςτομέροςτου. Τα μάτια τουείχαν θολώσει από τηνένταση, προσπάθησε να εστιάσειτο βλέμμα του.
Ήταν σίγουρα εκείνη;
Ναι, ήταν εκείνη.
Ήταν η αριστοκρατική, αθόρυβη περπατησιά της. Σαν ελαφίνα. Το πορφυρότηςφόρεμα, το καλοσμιλεμένοδεξί πόδι, πουδραπέτευε δεμένομεςστα χρυσάψηλά σανδάλια.
Τον πλησίαζε.
Κουβάλησαν οιάνεμοιτημυρωδιάτης. Εξαιρετικής ποιότητας φερομόνες και σταγόνες αιθέρα από το μπουκαλάκι κάποιου σύγχρονου αλχημιστή. Έφτανε στα ρουθούνια του και τονζάλιζε. Τρύπωνε από τα πνευμόνια του βαθιάμεςστηνκοιλιάτου, ύπουλο και ανήσυχο ασημένιοφίδι. Έψαχνε μία άνετηθέσηγια να θρονιαστεί, ήδητονδιαφέντευε.
Το βουητόστα αυτιάτουέγινε ξανά απόκοσμο. Έσφιξε και τιςδύογροθιέςτουμεςστιςτσέπες του, τσαλακώθηκε η πρόσκληση. Κάτιμέσα του αιμορραγούσε μακριάτηςεδώ και χρόνια και τώρα το ανακάλυπτε, τονκύκλωσε η δυσωδία του θανάτου, η πληγή ανέδυε πύο.
Άπλωσετοδιαμαντένιο βλέμμα της πάνωτου, σηκώθηκετοτρίγωνομικρό πιγούνι, φτερωτόάγαλμα πουχωρούσεμεςστα δύοτουδάκτυλα. Τσακίστηκε τοφεγγάρι να προλάβει να σταθεί από πάνωτης, να τηφωτίσειγια να μπορέσειεκείνος να τηδει καλύτερα. Σπάραξαν τα σωθικάτου από τηνομορφιάτης.
Θεοί, σφυρηλατήστε ένα διάφανο και αδιαπέραστο θόλο, για να τηνκλείσωμέσα! Τεντώθηκεολόκληροςγια να ακολουθήσειτην απορημένηθωριάτης, έτρεξε να την καθησυχάσει, το πελώριοκορμίτουένα εφαπτόμενο τόξο.
Πιστόσκυλί βρίσκει αφέντη!
«Ρήγα» τουείπε μαλακά, μεμια καθαρήνεογέννητηγλώσσα, σαν κρύσταλλο.
Ήθελε να βάλειτο αυτίτου πάνωστοστόμα της, να ακούειτηφωνήτης να τον καλεί ξανά και ξανά. Έκλεισεγια μία στιγμή τα μάτια.
«Κοχύλιξέρασε ωκεανό, πνίγηκαν όλοι, δεν επέζησε κανείς».
Ήθελε να τονξεβράσουν τα κύματα τηςφωνήςτης και να τονφέρουνδίπλα της, να πιαστεί από τομικρόλευκόχεράκι και να σωθεί. Ξέπνοος, μα αναγεννημένος, βαφτισμένος
μέσα σε αλμυρόνερό και φύκια που βλαστούσαν μέσα σεθηλυκά θαλάσσια σπήλαια.
Απελπίστηκε. Έκανε να απαντήσειστοκάλεσμάτης. Φτεροκοπούσαν περιστέρια μεςστο λαιμότου, τηςάφησεένα πνιγμένο επιφώνημα στον αέρα. Παρακαλούσεμεόλοτουτοείναι να απλώσειτοχέριτης και να το μαζέψει. Να τονάφηνεάραγε ξανά να τηνάγγιζε, έστω και μετηφωνήτου...
Σε παρακαλώ, χαμογέλα μου. Χάνωτο βιόςμου.
Όλοτο βασίλειότουγια ένα φιλίστονώμοτης.
(Βιβλίο «Πως να εξημερώνετεΑιθέρια Πλάσματα», κεφ. 1 «Οκτώβριος 2021: Όλοτο βασίλειότου», σελ07-16.)
«(…)Η τρομερή και φοβερή αμαζόνα Νιόβη, με τη ζηλευτή χρυσή χαίτη και τα φθαρμένα δερμάτιναμπουφάν αεροπορίαςμε το γούνινο γιακά που την έκαναν να μοιάζει με περήφανο λιοντάρι, ακόμηδιατηρούσε κάπου μέσα της εκείνο τοπρώτο της αντάμωμα με τον κόσμο των ανθρώπων. Τότεπου, όταν για πρώτη φορά ως βρέφος, άνοιξε τα βαριάσγουρά της βλέφαρα, αγουροξυπνημένη από το κουραστικό αστρικό ταξίδι του τοκετού, και αποκαλύφθηκαν εκείνατα πελώρια γαλανά πετράδια. Θωριά αγγέλου, καθαρή σανκρύσταλλο, όμοια με κλεμμένα κομμάτια ουρανού. Εσωτερικά, σταέγκατα του πυρήνα της, εξακολουθούσε να διαφυλάσσει μία άδολη αθωότητα, έναν παιδικό ενθουσιασμόγια το άγνωστο και μία φυσική ροπή προς την τρυφερότητα. Δεν είχε όμως τηνπολυτέλεια να τα εκδηλώσει.
Όπως όλα τα λαμπερά άστρα, είχε γεννηθεί μέσα και απότο χάος. Όσο πιο εκτυφλωτικό το φωςμίας ύπαρξης, τόσοπιο ζοφερό το σκοτάδι που το γέννησε. Και η Νιόβη είχευπερβολική διαύγεια και καλή μνήμη για να ξεχάσει απόπού προήλθε· αναγκαστικά, το κουβάλησε μέσα της εκείνοτο σκοτεινό χάος. Και ήξερε χωρίς να της το πει ποτέ κανένας, σαν από ένστικτο, πως έπρεπε να το σκαρφαλώσειλιθαράκι-λιθαράκι εκείνο το λαίμαργο πηγάδι, για να μπορέσει να βγει στην επιφάνεια και να γίνει ένα με το φως.
Όπως της άρμοζε.
Για πάρα πολλά χρόνια έμεινε έτσι, αγκομαχώντας καιπαλεύοντας με νύχια και με δόντια για να αναρριχηθείστην επόμενη μέρα. Τη βοήθησε πολύ όταν κάποια στιγμήσυνάντησε στην πορεία της την αληθινή αγάπη· και επειδή ήξερε από πριν πού ήταν το κενό, άνοιξε την ψυχή καιτο σώμα της σαν φερμουάρ από τη ραχοκοκαλιά της καιέβαλε την αγάπη στο λειψό σημείο. Ρούφηξε το είναι τηςσαν βάλσαμο την αμβροσία του έρωτα και από τη ράχη τηςξεφύτρωσαν φτερά και της έδωσαν ώθηση και δύναμη γιανα προχωρήσει.(…)».
(Βιβλίο «Πως να εξημερώνετεΑιθέρια Πλάσματα», κεφ. 11 «Οκτώβριος 2011: Άγγελος Αποστάτης», σελ.174-175.)