Από το βιβλίο «Ο κήπος των αξιών»
[…]
- Έλα μέσα. Πλησίασε, με προστάζει μια γλυκιά γεροντική φωνή. Η γιαγιά απλώνει το χέρι της και με αγγίζει απαλά στην πλάτη. Έλα, κόρη μου, μην φοβάσαι. Πριν μισό περίπου αιώνα το σπίτι αυτό ήταν γεμάτο ζωή. Παιδιά, φωνές, κυνηγητά, γέλια και χαρές. Οι γονείς γεμάτοι ζωή, φρόντιζαν για όλα. Άνθρωποι, ζωντανά, ήταν όλοι ευτυχισμένοι.
Οι άνθρωποι δούλευαν ώρες πολλές για να μπορέσουν να ζήσουν την οικογένειά τους, να μορφώσουν τα παιδιά τους, να φροντίσουν τα ζωντανά τους, όμως ποτέ δεν παραπονιούνταν. Αυτά με τη σειρά τους, βοηθούσαν τους ανθρώπους στις δουλειές και γεμάτα ικανοποίηση έγερναν το κεφάλι στο πλάι και με τα πελώριά τους μάτια ευχαριστούσαν το Θεό.
Η Γη ήταν κι αυτή ευτυχισμένη. Οι άνθρωποι την φρόντιζαν. Την πότιζαν, την σκάλιζαν κι αυτή με τη σειρά της φρόντιζε να τρέφει τους ανθρώπους, ευχαριστώντας τους για την αγάπη και το ενδιαφέρον που της έδειχναν.
Σήμερα όμως…
Ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από τα σπλάχνα της, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει το κακό που μας βρήκε.
Σήμερα, επανέλαβε με φωνή γεμάτη πίκρα και απορία, αλλά και δισταγμό, ίσως και φόβο, τα πάντα άλλαξαν. Τίποτα δεν μαρτυρά την παλιά ζωή. Τα πάντα καταστράφηκαν. Η Γη δεν παράγει αρκετούς καρπούς, τα περισσότερα ζωντανά πέθαναν, οι άνθρωποι έφυγαν ή ξέχασαν.
Πολλοί έφυγαν για πάντα…
Σπίτια εγκαταλειμμένα, με ανοικτές τις πόρτες και τα παράθυρά τους, χρόνια τώρα, περιμένουν τους νοικοκυραίους.
Και είναι σίγουρο ότι, κάποια μέρα θα γεμίσουν πάλι με γέλια και χαρές.
Κρυφτήκαμε όλοι, μην μας βρει ο εχθρός.
Μαζί με μας, κρύφτηκαν τα όνειρά μας.
Κρύφτηκαν βαθιά μην τα μαγαρίσει ο εχθρός.
Όμως ξεχάστηκαν. Πέρασαν χρόνια και χρόνια.
Τώρα,
οι ρίζες τους βαθιές.
Θέριεψαν και ζητούν διέξοδο.
[…]
Η πόρτα, ακούγοντας λόγια ευγένειας, άνοιξε μεμιάς και ο θησαυρός έγινε δικός του.
Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Τόσο εύκολο ήταν λοιπόν;
Ένας καλός λόγος και τα κατάφερε!
Πόσο δίκαιο είχε ο πατέρας του! Χαρούμενος και γεμάτος πλούτη, επέστρεψε στο παλάτι.
-Πατέρα, του είπε, σε ευχαριστώ για τη συμβουλή που μου έδωσες. Θα την φυλάξω σαν κόρη οφθαλμού και από τώρα και στο εξής, η ευγένεια θα είναι τρόπος ζωής για μένα.
-Γιε μου, ευγένεια είναι ο σεβασμός στους τρόπους καλής συμπεριφοράς, ο σεβασμός στον κάθε άνθρωπο που έχεις απέναντί σου. Αλλά πάνω από όλα, είναι ο σεβασμός προς τον ίδιο τον εαυτό μας. Όταν εσύ αγαπάς τον εαυτό σου, τον σέβεσαι και τον εκτιμάς, τότε θα σεβαστείς και τον άνθρωπο που συναντάς στο διάβα σου.
Πέρασαν τα χρόνια. Ο πρίγκηπας μεγάλωσε. Έγινε βασιλιάς, όμως ποτέ δεν ξέχασε τη συμβουλή του πατέρα του.
Όλοι τον αγαπούσαν, γιατί διοικούσε με ευγένεια και καλοσύνη και πάντα έλεγαν τα καλύτερα λόγια γι΄αυτόν.
[…]
Καθόταν με τις ώρες και περίμενε. Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε πλέον τι να περιμένει, έτσι όπως κατάντησε.
Χειμώνας πια και το κρύο γινόταν όλο και πιο τσουχτερό. Τα χέρια και τα πόδια είχαν μελανιάσει και το αίμα με δυσκολία κυκλοφορούσε.
Η καρδιά του, όμως, παρά το ψοφόκρυο, ήταν ζεστή. Ολόζεστη, σαν καρδιά μικρού παιδιού. Μια καρδιά που πολλοί θα ζήλευαν. Ο ίδιος μπορεί να μην είχε την τύχη να ευτυχίσει, όμως παρέμεινε για πάντα καλόκαρδος και γελαστός.
Συνεχώς έλεγε, αστειευόμενος: «Ζητείται άνθρωπος»!
Πόσο αστείο φαινόταν στους περαστικούς. «Ζητείται άνθρωπος» εν έτει 2022 μ.Χ.
Πολλοί νόμιζαν ότι τρελάθηκε. Όμως όχι!
Πίστευε ότι η ανθρωπιά και η καλοσύνη δεν έσβησαν. Δεν χάθηκαν. Παρατηρούσε τους περαστικούς που πηγαινοέρχονταν και πίστευε ότι μια μέρα θα άλλαζε το κατεστημένο και οι άνθρωποι θα συνειδητοποιούσαν τι πραγματικά έχει αξία στη ζωή.
[…]