Είπαν κάποτε πως θα βάφανε την πόλη μας
Είπαν κάποτε πως θα βάφανε την πόλη μας
και χαρήκαμε πως θα ‘παιρνε
χρώμα η ζωή μας.
Βρήκαν τους καλύτερους ελαιοχρωματιστέςˑ
«Ξένοι εμπειρογνώμονες»,
μας είπανε.
Βρήκαν τα πιο φωτεινά χρώματαˑ
«Φιλικά προς το περιβάλλον»,
μας είπανε.
Και θα ‘ρχονταν με αβύθιστα καράβια,
με τους πιο επιδέξιους ναύτες.
«Με όλες τις απαιτούμενες άδειες και προδιαγραφές»,
μας είπανε.
Και τα βλέπαμε καθημερινά που ‘ρχονταν.
Τη μέρα τα διακρίναμε στον ορίζοντα
και τη νύχτα βλέπαμε τα λαμπερά φώτα τους.
Τα πανηγύρια στην πόλη είχαν ήδη αρχίσει.
Περιμέναμε το μπλε καράβι να μας φέρει τη γαλήνη,
περιμέναμε το κόκκινο καράβι να μας φέρει την αγάπη,
περιμέναμε το πράσινο καράβι να χρωματίσει τη φύση μας.
Περιμέναμε και περιμέναμε…
Τα χρώματα ν’ αλλάξουν τη ζωή μας.
Μα μια νύχτα χάθηκαν τα φώτα τους
κι ήταν σαν να ‘χαν σβήσει όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού.
Τα πανηγύρια σταμάτησαν.
Τα χαμόγελα εξαφανίστηκαν.
Ανησυχία 7
Μα «μην ανησυχείτε»,
μας είπανε.
«Είναι όλα υπό έλεγχο»,
μας είπανε.
Δεσμεύτηκαν κιόλας.
Και τους πιστέψαμε.
Το επόμενο πρωινό δεν είδαμε τα καράβια.
Μα συνεχίσαμε να τους πιστεύουμε.
Κι όταν ξαφνικά ομίχλη σκέπασε τη θάλασσα,
δυο καράβια επιβλητικά ξεπρόβαλαν από μέσα της.
Ένα μαύρο κι ένα γκρι.
«Θα πολεμήσουμε την απειλή ενωμένοι»,
μας είπανε.
Και γεμίσαμε με αισιοδοξία και πατριωτισμό.
Μα τα καράβια έφτασαν μέχρι το λιμάνι.
«Ξεφορτώστε»,
μας είπανε.
«Για το καλό της πόλης μας».
Κι εμείς τους ακούσαμε για άλλη μια φορά .
Κι έγινε έτσι η πόλη μας μαύρη σαν την καρδιά τους
και γκρι σαν την ψυχή τους.
Μα αυτό δε μας το είπανε.
Ήταν η πικρή αλήθεια .
Κι από τότε,
μπαίνουμε στα μαύρα κτήριά μας
φορώντας τα γκρι κοστούμια μας
και κρατώντας τους μαύρους χαρτοφύλακές μας,
καθόμαστε σ’ ένα γκρι γραφείο
και ρωτάμε ο ένας τον άλλο:
«Γιατί δε βάψαμε μόνοι μας την πόλη μας;»