Η ανεράδα
Έπιασε το ακουστικό του τηλεφώνου τζαι επροσπάθαν να σχηματίσει το νούμερο. Η καρκιά έτρεμεν, μα τα σσιέρκα ήταν σταθερά τζαι επάταν τα κουμπιά. Ώσπου άκουε τον ήχο εν ηρέμαν. Μετά ήρτεν το "Εμπρός". Τζιαμαί έχασεν τα τέλεια. Επροσπάθαν μάταια να έβρει τις λέξεις. Εχτές είσσιε τα ούλλα τόσο ξεκάθαρα μέσα στον νου της. Σήμερα, εσαντανώθηκε. Εσυγχύστηκε. "Εμπρός", εσυνέχιζε να λαλεί η φωνή.
Ο Γληόρης είσσιεν μεγάλα μπράτσα τζαι επιάναν τα σσιέρκα του. Σαράντα γρονών γεναίκα, εν εξανάνοιωσε πιο αναστατωμένη, πιο σικκικιρτισμένη. Τον μακαρίτη τον Παναή αγάπαν τον, ενοιάζετούν τον. Μα εν ήτουν έτσι. Εν εφτεροκόπαν που τον εθώρεν. Εσσιήρεψεν νωρίς. Με τρία κοπελλούθκια που το ένα εχώννετουν ακόμα μέστα φουστάνια της. Έκλαψέ τον καμπόσο. Παραπάνω έκλαιε προκαταβολικά για τες νύχτες τες ατέλειωτες. Τη μοναξιά. Την αδικία που την άφησε να παλεύκει μανισσιή με τα δαιμόνια και τα τελώνια. Τες νύχτες εστριφογύριζε μέσα στο κρεβάτι της τζαι εν έβρισκεν παμόν.
Ως τη μέρα που ανέφανε ομπρός της ο Γληόρης. Η θκεια της η μακαρίτισσα ήταν λλίον ονειροπαρμένη τζαι πάντα ελάλεν ιστορίες που κάτι ταινίες. Τούτον της εθύμισε. Που τη μέρα που τον είδεν, εν εμπορούσε να τον ξεχάσει. Εν έθελεν πκιον να φορεί μαύρα. Έθελεν να χτενίσει τα μαλλιά της τζαι να ντυθεί στα κότσινα. Έθελεν να του τζίσει, να χωθεί μέσα στην αγκαλιά του τζαι να μεν ξαναφκεί. Μέσα στες επόμενες μέρες ενεκάτωσεν λλίον τζαι έμαθεν πως ήτουν χαρτωμένος. Μα η χαρτωμένη ήτουν στη χώρα. Εδούλευκε τζιαμαί τζαι έρκετουν μια φορά τον μήνα στη Σκάλα για να βρεθούσιν. Έθελε να πεθάνει δεύτερη φορά. Μα η καρκιά εν καρκιά τζαι το γαίμαν εν γαίμαν. Εδούλευκε στα χτίσματα ο Γληόρης τζαι έκαμνε τζαι κουτσοδούλια. Μιαν την άλλη εμηνούσε του πως εχάλασε η φουντάνα, πως το τοιχούι ήτουν φαημένο τζαι πάει λέγοντας. Εν έκαμνε άλλη δουλειά που το πηαίννει σπίτι της σσιηράτης. Τα μαύρα εν τα ξαναέβαλε η Λενού. Τζαι πάντα ετραττάρισκέ του τζαι γλυκό καρυδάκι που το επετύχαινε πολλά. Εμιλούσαν με τις ώρες. Ώσπου μιαν ημέρα, ο Γληόρης, άπλωσε να της δώσει το πιατούι με το γλυκό τζαι όπως το εκράταν έππεσέν του στο πάτωμα τζαι έγινεν κομμάθκια. Επήεν να σσιύψει η Λενού να καθαρίσει τζαι πάνω στη σύγχυση εβρεθήκαν καρτζίν να θωρούν ο ένας τον άλλο. Μετά που λλία λεπτά εκολλήσαν τα σσιείλη τους τζαι εμείναν ενωμένοι κάμποση ώρα.
"Πρέπει να πάεις έσσω σου Γληόρη", είπε του κάποια στιγμή η Λενού μέσα στην παραζάλη της. «Εν αργά».
Ο Γληόρης εσηκώθηκε, εφίλησέ την στο μέτωπο τζαι έφυε. Η Λενού εθώρεν μια το πιατούι το σπασμένο τζαι μια τον καθρέφτη τζαι έντζιζεν τα σσιείλη της. Ούλλο της το σώμα έκρουζε τζαι τα μάθκια της αστράφταν. Έθελέ τον. Τζαι εν αντρέπετουν. Η αγάπη έννεν αντροπή. Μόνο το αγκάθι της χαρτωμένης έρκετουν ώρες ώρες μέστον νου της, τον θολωμένο.
Μετά που το φιλί ήτουν αδύνατον να μείνει μακριά του. Εν εμπορούσε να μεν τον θωρεί συνέχεια. Μια μέρα, είδε τον στο δρόμο τζαι εψιθύρισέ της μέστο αυτί. "Είσαι όπως την ανεράδα". Εν έθελεν να ακούσει άλλο η Λενού. "Πόψε, έλα να φάμε έσσω μου, Γληόρη».
Το γαίμαν εν εμπορούσε να σταματήσει. Η Λενού ένοιωθε ότι έπαιζε μέσα σ’ ένα μεγάλο θέατρο τζ’ ότι ούλλα τα μάθκια ήτουν πάνω της. Η φωθκιά άναφκεν τζαι έσβηνε την ίδια ώρα. Όταν εδώσαν παμόν, ονειρεύτηκεν πως ήτουν ανεράδα τζαι επεριπλανιέτουν μέστα δάση με φόρεμα άσπρο μαζί του.
Τζαι η μια η νύχτα εγινήκαν πολλές. Ώσπου έκλεισε ο μήνας τζαι ήταν να έρτει η χαρτωμένη τρεις ημέρες. Εν επερνούσαν οι ώρες. Ένοιωθε ότι εκρούζαν τη ψυσσιή της τζαι εκομμαθκιάζαν την. Τζαι μετά η χαρτωμένη εν έφευκε. Τζαι τζείνος εν της εμηνούσε. Ώσπου τζαι έφτασε στα αφκιά της το μαντάτο. Η χαρτωμένη, εν θα ξαναπήαιννε στη Χώρα. Ήτουν έγκυος.
Έφυε ούλλο το γαίμαν που το κορμί της. Εστέρεψε. Ευτυχώς που ήτουν η κόρη της κοντά τζαι έδωσέ της μια καντήλα νερό. Έππεσε στο κρεββάτι τζαι δεν εμίλαν ούτε έτρωε.
Ώσπου τζ’ αποφάσισε να πιάσει τηλέφωνο τζαι να του μιλήσει. Αν το εσήκωνε η χαρτωμένη θα το έκλειε.
"Εμπρός", εσυνέχισε η φωνή. "Εγιώ είμαι Γληόρη, εν εμπορούσα να μεν σε πιάσω. Πρέπει να είσαι πολλά χαρούμενος για τα μαντάτα. Εχάρηκα πολλά για λλόου σας. Αμμά εν ημπόρω δίχα σου. Έθελα να σε ακούσω. Συγχώρα με".
Κανένας εν εμίλαν. Ακούετουν μόνο η ανάσα του. "Ανεράδα μου", είπε.. Η Λενού εν άντεχε άλλον. Έκλεισέ το. Επήε, εστάθηκε στο καθρέφτη της τζαι έβαλε τη μαντήλα τη μαύρη. Σήμερα έθαφκε αλλόναν άντρα, τον τελευταίο τζαι παντοτινό.
Η φουντάνα έστασσε που τ’ αλήθκεια τζ’ η λάμπα είσσιεν κρούσει. Τζ΄ η ψυσσιή ήτουν περίτου κρουσμένη. Άνυδρη. Μαραμένη. Εφκάλαν την Αρετούσα. Τζιείνη ήτουν το αερικό τζ’ η Λενού η ανεράδα.
Μιαν ημέρα δύσκολη, επήε στην εκκλησιά τζαι είπε τα χαρτί τζαι καλαμάρι του παπά. Εδηθήκαν τα φρύθκια του, αμμά εν είπε τίποτις. «Ξήχαστο Λενού. Τωρά, έχουν ένα κοπελλούι να αναγιώσουν. Τούτον εν χρέος ιερό. Έσσιεις τζ’ εσύ τα δικά σου κοπελλούθκια που σε έχουσιν ανάγκη».
Με τα κοπελλούθκια της εμπόριεν να δει, με το σπίτι της, με τίποτε. Ευτυχώς, ήρτεν η μάνα της τζαι έπιασε τους θκυο, τζ’ επήρεν τους μιτά της. Η Βαντζιελού, η μιαλλύτερη εθώρεν τη μάνα της τζ’ εν εμπόριεν να καταλάβει τι εσυνέβαινε.
«Μάμμα μου δεν έβαλες τίποτε στο στόμα σου ούλλη μέρα. Πιε λλίο νερό να μεν φυρτείς».
Ούλλες οι μέρες εφαίνουνταν οι ίδιες. Όταν επήαιννε στο μνήμα άναφκεν θκυο καντήλια. Εμνημόνευκε θκυο ψυσσιές. Τζ' ελάλεν τζαι μια προσευχή για τη δική της.
Μιαν ημέραν ήρτε η Φροσού που έσσω της να της φέρει κκεράζια. Ήτουν η εποχή τους. Εθώρεν την έτσι μαραζωμένη τζαι επίστευκεν πως ευθύνετουν η μοναξιά.
«Εν γλυτζιά μέλι, Λενού μου. Φάε να δεις. Μεν μαραζώνεις κόρη. Έμεινες πετσίν τζαι κόκκαλο. Έσσιεις παιθκιά να αναγιώσεις. Έτσι εν η ζωή. Ούλλοι περαστιτζιοί είμαστε».
Έμεινε τζ’ εθώρεν την η Λενού, μα εν εδίαν σημασία σε τζείνα που ελάλεν. Ώσπου τζ’ άκουσε.. «Τζ’ άκουσες κόρη ίντα που ΄παθε ο Γληόρης που εμείνισκε θκυο δρόμους πάρατζιει; Έππεσε που μια σκαλωσιά μέστα χτίσματα. Εμηνύσαν της μάνας του τζ’ επήε άρον άρον στη Χώρα».
Η Λενού ένοιωσε ένα πόνο μέστο στήθος τζαι εσκοτεινιάσαν ούλλα. Εγύρευκε να πιαστεί που κάπου. «Πού τον έχουν; Πε μου πού ένει;», επρόλαβε να πει ξεψυσσιηστά τζ’ έσβησε.
Άνοιξε τα μάθκια της τζ' ήτουν σ' ένα κρεβάτι με σωλήνες γυρώ γυρώ. Εν άντεξε το σώμα της. Εξάντληση, είπαν οι γιατροί τζαι κάτι για αρρυθμίες που έπρεπε να προσέχει. Ο νους της επήε αμέσως στο Γληόρη. Μα ποιον ήτουν να ρωτήσει; Ποιου να μολοήσει τούτη την αμαρτία; Δεν την εχωρούσεν ο τόπος. Έθελε να βουρήσει να πάει κοντά του. Έθελε να ξέρει τι εσυνέβαινε.
Αν ήτουν καλά. «Γιατί Θεέ μου, έπεψές μου τούτο το μαντάτο;»
Εν επρόλαβε να τελειώσει τζαι ένοιωσε πάλε τζείνον τον σφάκτη στο στήθος. Εδιπλώθηκε. Το τελευταίο πράμα που αθθυμάτουν ήταν να έρκουνται κάμποσοι που πάνω της. «Κυρία Ελένη, ακούτε με;» Άνοιξε τα μάθκια της τζαι είδεν ένα ασπροφορεμένο με μεγάλα μάθκια, παστόν, όπως τους αγίους στες αγιογραφίες.
"Επέθανα;", αρώτησέ τον πάνω στη σύγχυσή της.
"Όχι, πάθατε καρδιακή προσβολή και έπρεπε να μεταφερθείτε στο νοσοκομείο εδώ στη Λευκωσία. Διαφύγατε τον κίνδυνο αλλά θα πρέπει να προσέχετε".
Τίποτε εν εκατάλαβε η Λενού αλλά τούτη η καρδία η χαλασμένη εκατάλαβε πολλά καλά ότι ήτουν στη Λευκωσία. Τζαι ότι ο Γληόρης ήταν δαμαί. Εκαρτέραν τον ασπροφορεμένο να τελειώσει. Καμιά σημασία εν έδωκε σε ό,τι της ετσαμπουνούσε. Τίποτε που τζείνα εν θα εγιατρεύφκαν την αρρώσκεια της.
Ένα πράμα εμείνισκε να κάμει τωρά. Τζαι τούτον ήτουν να πάει να τον έβρει. Επερίμενε να νυχτώσει νάκκον να μεν την πάρει πρέφα κανένα μάτι τζαι εξήλωσε τους σωλήνες που ήτουν γυρώ της.
Ενόμιζε ήτουν να φκει η ψυσσιή της. Αμμά έπρεπε να τα καταφέρει. Ένοιωθεν την ανάσα του μέσα που τους τοίχους. Ο αέρας ήταν πιο πασσιής τζαι πιο πυκνός άμα ήτουν τζιαμαί ο Γληόρης.
Μια, θκυο νοσοκόμες είδαν την περίεργα αλλά εν ασχοληθήκαν μαζί της. Γράμματα δεν έξερεν, έπρεπε να ρωτήσει κάποιον. Την επόμενη που επέρασε που δίπλα της, ερώτησέν την. Η κοπέλα ήτουν πολλά ευγενική τζαι επήρεν την στον τόπο που εμάθαινες πληροφορίες για τους ασθενείς του νοσοκομείου.
"Τι σας είναι ο κύριος Δημητρίου;"
"Είμαι γειτόνισσά του τζαι πολλά φίλη της μάνας του. Έχω την έννοια του. Μόνο να δω αν εν καλά".
Εδώκαν της ένα αριθμό δωματίου τζαι εδείξαν της τον δρόμο. Κάθε βήμα που έκαμνε ένοιωθε την καρδία της σαν να τζαι ήτουν να σπάσει. Δωμάτιον 44.
Ασυναίσθητα έπιασε με τα σσιέρκα της τα μαλλιά της να τα ισιώσει. Εν έθελε να τη δει άσαστη. Έστω τζ΄έτσι. Εν έξερεν καν αν ήτουν μόνος του ή αν έθελεν να τη δει. Αμμά πίσω εν εμπόρηεν να πάει αν δεν τον εθώρεν. Εκούντησε την πόρτα τζ΄ ανέφανε ένα πλάσμα πάνω στο κρεβάτι με δημμένο το κεφάλι τζαι το ένα πόδι. Τα μάθκια του, ήτουν κλειστά. Εστάθηκε που πανωθκιόν του τζαι εθώρεν τον. Έθελεν πολλά να του τζίσει, να κουμπήσει τα σσιείλη της πάνω στα δικά του, μα εν ετόλμησεν. Μόνο το αερικό την εσταματούσεν. Ούλλο της το σώμα ελάλεν άλλα. Επερπάτησεν όσο πιο αλαφρά εμπορούσε στο κρεβάτι της. Εν έσωνε άλλον για σήμερα. Έθελεν μόνο να κλείσει τζαι τζείνη τα μάθκια της τζαι να τζοιμηθεί.
Εν εξαναπήεν στο δωμάτιό του. Μετά που πεντέξι μέρες αφήσαν την να φύει με σσίλιες οδηγίες. Μεν κάμεις τούτο, μεν κάμεις το άλλο. Μεν φάεις έτσι, μεν κουραστείς. Αμμά κανένας εν της είπε τι να κάμνει τες ώρες που έρκετουν ο πόνος ο μεάλος. Τζείνος ο πόνος που χάννεις που τον κόσμο ό,τι αγάπησες παραπάνω τζαι μεινίσκεις τζαι θωρείς τους τοίχους μέστη νύχτα.
Επήε στην εκκλησιά τζαι άναψε ένα τζερούι για κάθε της κοπελλούι, ένα για τον μακαρίτη τζαι ένα τελευταίο για τον Γληόρη. "Θεέ μου συγχώρα με. Ένα πράμα σου ζητώ. Κάμε τον καλά τζαι εν θέλω τίποτε άλλο. Να μάθω μόνο ότι επήεν έσσω του. Εν καλόν πλάσμα. Εν εγιώ που φταίω παραπάνω".
Εν ερώτησε να μάθει τίποτε άλλο. Ήρτε αλλό θκυο φορές η Φροσού αλλά επιάναν άλλες κουβέντες. Επήρε το απόφαση. Έδωκε υπόσχεση στον Θεό να τον κάμει καλά τζαι ότι θα τον εξήχαννε.
Άναφκε κάθε μέρα τα καντήλια της στο νεκροταφείο. Τες Κυριακάδες, επήαιννε λλίο στην εκκλησιά. Εν έθελε να μιλά με κανένα. Η Βαντζιελού εμουρμούραν της να μεν κουράζεται όποτε την εθωρούσε να σαρίζει τις αυλάες.
"Δώκε παμόν μάμμα μου. Πρέπει να προσέχεις".
Μόνο στο μνήμα ηρεμούσε νάκκον η ψυσσιή της. Οι πεθαμμένοι εν την επειράζαν. Με εμιλούσαν, με ελαλούσαν. Τζαι ετζυλούσε η ζωή έτσι, τζαι επέρναν ο τζαιρός.
Ώσπου μια μέρα ανέφανε ένας με μαύρα μέστα μνήματα. Στην αρκήν εθώρεν τον που μακριά τζαι εν επίστευκε. Μα πού εβρέθηκε στη Σκάλα; Αμμά ήτουν οι ίδιοι. Εξεκινήσαν τζαι ετρέμαν τα πόθκια της. Εσκέφτετουν αν θωρεί όραμα.
Εσηκώθηκε σιγά σιγά τζαι εξεκίνησε να πηαίννει κοντά του. Τζείνος ήτουν γονατισμένος που πάνω π΄όναν σταυρό. Οι φούχτες του εκαλύφκαν τη φάτσα του τζ' έκλαιε.
"Γληόρη; Ίντα που γυρεύκεις μέστα μνήματα;"
Τζείνος εγύρισε την τζεφαλή του τζιαμαί που έρκετουν η φωνή.
"Ανεράδα μου;"
Η Λενού εν άντεξεν άλλον. Εξήχασε τζαι τες υποσχέσεις στο Θεό τζαι ούλλα. Εγονάτισεν τζαι έσφιγγέ τον μέσα στες αγκάλες της. Ενόμιζε ήτουν να σπάσει. Οι χούφτες του ετρέχαν πάνω στα μαλλιά της τζαι πάνω στο κορμί της ούλλο.
"Ήτουν άρρωστη πολλά. Εξέραμέ το έσσιει τζαιρό. Που τη μέρα που εγεννήθηκε. Εν άντεξε άλλο. Ήβρε την η μάνα της μέστο κρεβατούι πεθαμένη. Εφέραμέ την δαμαί να τη θάψουμε. Να μεν ένει μακριά που τον τόπο της".
Το αερικό. Τούτο το αερικό που τα εδιάλυσε ούλλα, που εστράντζισε τες ζωές τους.. Τούτο το αερικό επέταν τωρά στον άλλον κόσμον.
"Επήαιννα στα χτίσματα τζαι εν εθώρουν μπροστά μου. Έπρεπε να φκάλω τη ζήση μας, να έχουμε να πάμε στους γιατρούς. Η μάνα της εν εδούλευκε, εν εμπόρηεν. Έππεσα τζαι που τη σκαλωσιά τζαι παρολλίο να σκοτωθώ".
Η Λενού ενόμιζε ότι εστέρεψε ο κόσμος τζ' ότι έμεινε μόνη της με τον Γληόρη.
"Τζ' η μάνα της; Πού ένει;", ετόλμησε να ξεστομίσει.
"Έχασε τα λογικά της. Που τη μέρα που την ήβρε στο κρεβατούι της εν εξαναμίλησε. Θωρεί τους τοίχους τζαι εν μπορεί να συνέλθει. Έχασά τα ούλλα Λενού μου. Εν μου έμεινε τίποτε".
Τζείνη την ώρα η Λενού εστάθηκε. Έβαλε τα σσιέρκα της πάνω στους ώμους του. "Έσσιεις με εμένα Γληόρη. Τζαι πάντα εννά με έσσιεις εμένα. Ό,τι τζαι να γινεί. Τζαι να μεν σε ξαναθώρουν, ούλλη η καρκιά μου ήτουν δική σου. Μόνον άμα σταματήσει, εννά την πιάει ο Θεός".
Ο Γληόρης ελούθηκε τα κλάματα τζ΄ έκλαιεν ώραν πολλήν. Ούλλο του το κορμί έτρεμεν. Η Λενού εν τον άφηκε μανιχό του ούτε λεπτό.
2 χρόνια αργότερα
Θκυο ζευκάρκα σσιέρκα μέσα σε κάτι λεμονιές. Θκυο κορμιά κοντά κοντά τζαι μάθκια φωτεινά, αγαπημένα. Θκυο ψυσσιές κρουσμένες εβαφτίζουνταν ξανά π' αρκής τζ' εδιεκδικούσαν τες ζωές τους. Μόνοι τους. Όπως ήρταν στον κόσμο.
Ο Γληόρης εστερέωσέ της πάνω στα μαλλιά μερικά γιασεμιά. Τζαι τζείνη άπλωσε τα σσιέρκα της τζαι ετύλιξε τα γυρόν του.
"Ανεράδα μου, τούτον εν το για πάντα. Λαλώ το δαμαί, μέστη φύση που μας ανάγιωσε τζαι στο Θεό που μας ακούει. Διώ σου την πιο μιάλη υπόσχεση που ούλλες που έδωκα ως τωρά. Πως εννά 'μαι δαμαί ως το τέλος. Ώσπου να μας κλείσει τα μάθκια ο Πλάστης μας".
Η Λενού εκούμπησε τα σσιείλη της πάστα δικά του τζαι εσφράγισε τον όρκο τους. «Μια φορά μπορείς να πεις τα πράματα κάτω που τα μάθκια του Θεού. Να το ξέρεις Γληόρη μου πως ακόμα τζ’ αν ούλλοι έχουν φύει, εγιώ εννά μείνω τελευταία, τζ’ εν θα έσσιεις ποττέ κανένα παραπάνω που ότι έσσιεις εμένα τωρά τζαι για πάντα».
Αγκαλιαστήκαν τόσο σφιχτά που εν εκαταλάβαινες αν ήτουν θκυο πλάσματα ή ένα. Τζείνη την ώρα, η Λενού, εγύρισε στον ουρανόν τζαι εφάνην της πως το αερικό εχαμογέλαν τους τζαι ευλοούσε τους τζαι τζείνον.